Πρόβλεψη σοκ για το ελληνικό χρέος κάνει η Ernst & Young σε έκθεσή της για την κρίση στην Ευρωζώνη. Είναι γεγονός ότι εδώ και ένα χρόνο το έλεγαν όλοι, εκτός από τους φωστήρες της κυβέρνησης, ότι το χρέος θα εκτιναχθεί στα ύψη, θα γίνει μη βιώσιμο και θα απαιτηθεί νέα βοήθεια.
Η Ernst & Young λοιπόν περιμένει ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος θα αυξηθεί και θα πλησιάσει το 170% του ΑΕΠ, με τις καταβολές των τόκων να ανέρχονται σε περισσότερο από 20% των κρατικών εσόδων.
Οι αναλυτές της εταιρείας είναι ιδιαίτερα απαισιόδοξοι και τα σενάρια που αναφέρουν είναι πολύ άσχημα.
Σύμφωνα με ένα από αυτά, τελευταία επιλογή της Κυβέρνησης περιλαμβάνει τη διαγραφή του ελληνικού χρέους σε ποσοστό πιθανώς μέχρι και 40-50%, προκειμένου το ελληνικό χρέος να μειωθεί σε διαχειρίσιμο επίπεδο. Αυτό θα είχε αναπόφευκτα καταστρεπτικές συνέπειες για την οικονομία, ειδικά εάν δεν γίνει σωστή διαχείριση της αναδιάρθρωσης. Στην περίπτωση αυτή, ο τραπεζικός κλάδος θα αναγκαστεί να προβεί σε σημαντικές διαγραφές του δημόσιου χρέους.
Επιπλέον, αυτό θα απέκλειε ενδεχομένως την πιθανότητα ανάκτησης της πρόσβασης στις κεφαλαιαγορές για αρκετό διάστημα, υποδηλώνοντας την ανάγκη είτε για λήψη πρόσθετης κρατικής χρηματοδότησης είτε για ταχεία απαλοιφή του ελλείμματος του προϋπολογισμού.
Θα υπάρξουν επίσης ευρύτερες επιπλοκές και πέραν της Ελλάδας, όπως δηλώνει η Marie: «Εάν ανοίξει ξανά το θέμα της επαναδιαπραγμάτευσης για την Ελλάδα, η Ε.Ε. και το ΔΝΤ θα πρέπει να προβούν σε περαιτέρω συζητήσεις με την Ιρλανδία και την Πορτογαλία. Καμία επιλογή δεν αποτελεί ιδανική και ακίνδυνη λύση. Πιστεύουμε, ωστόσο, ότι εάν γίνει σωστή διαχείριση της αναδιάρθρωσης, παρέχοντας στους επενδυτές ένα σύνολο επιλογών στο πλαίσιο μιας ανταλλαγής χρέους προσανατολισμένης στην αγορά, αυτές οι συνέπειες θα μπορούσαν να περιοριστούν».
Μια μετριοπαθής και ελεγχόμενη αναδιάρθρωση χρέους, παρότι δεν θα αποτελέσει πανάκεια, θα παρέχει στην ελληνική κυβέρνηση ανακούφιση έως ένα βαθμό, ενώ θα καταβάλλονται προσπάθειες να αποφευχθεί η αβεβαιότητα στους χρηματοοικονομικούς και τραπεζικούς κλάδους της Ευρωζώνης.
Ωστόσο, η εν λόγω περιορισμένη αναδιάρθρωση θα έχει μόνο μέτριο αντίκτυπο στο συνολικό φορτίο του χρέους και μπορεί να μην πετύχει τον πρωτεύοντα στόχο της, δηλαδή να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Εάν ακολουθούσε μια ευρύτερη, πιο ανεξέλεγκτη διαδικασία αναδιάρθρωσης, ενδεχομένως θα αύξανε τον κίνδυνο μετάδοσης της κρίσης και σε άλλες χώρες.
Μια άλλη πιθανότητα που συζητείται είναι η «ήπια αναδιάρθρωση» ή «αναδιάταξη» (reprofiling), με βάση την οποία, η διάρκεια αποπληρωμής του δημόσιου χρέους προς τον ιδιωτικό τομέα επιμηκύνεται.
Η επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής του χρέους της Ελλάδας θα μπορούσε να μειώσει τις απαιτήσεις χρηματοδότησης της χώρας μετά τη λήξη των δανείων διάσωσής της. Κατά αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να διευκολυνθεί η διευθέτηση των προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετωπίζει. Αυτή η προσέγγιση θα μπορούσε επίσης να προστατεύσει τους ξένους πιστωτές από το να καταγράψουν μεγάλες απώλειες.
Ωστόσο, εάν η εν λόγω συμφωνία δεν πραγματοποιηθεί εξ ολοκλήρου σε εθελοντική βάση,θα εξακολουθούσε να μπορεί να θεωρηθεί ως πτώχευση από νομικής πλευράς, με σοβαρές συνέπειες όσον αφορά το κόστος δανεισμού που αντιμετωπίζει η Κυβέρνηση.