`

Να λέω «ευτυχώς» που φεύγει το παιδί μου;


Έχει μήνες να γράψω εδώ. Τονίζω το «εδώ»,  γιατί στο λάπτοπ ίσως και να μη σταμάτησα να γράφω – ποιητική αδεία! – ούτε στιγμή. Κάθε φορά που έφτανα, όμως, στην τελευταία λέξη, ξαναδιάβαζα το κείμενο και ετοιμαζόμουν να πατήσω το «save», όταν μια δύναμη παράξενη με ωθούσε να πατήσω «delete» και να τα εξαφανίσω όλα.

Κάθε φορά, επίσης, η ενέργειά μου αυτή συνοδευόταν από πολύ θυμό. Τα’ βαζα κατ’ αρχάς με τον εαυτό μου, που έγραφε πράγματα χιλιοειπωμένα, και μάλιστα πολύ καλύτερα απ’ ότι τα αποτύπωνα εγώ. Αλλά τα’ βαζα και με αυτά, τα ίδια τα πράγματα, που καθημερινά μας περιτριγυρίζουν, μας φορτώνουν με το άγχος του «αμάν, κάτι θα γίνει τώρα», και όμως, όπως λέει και το τραγούδι, «όλα τα ίδια μένουν».
Και να, τώρα. Πέμπτη απομεσήμερο. Του Σεπτεμβρίου του 2011 η 1η μέρα – παρεμπιπτόντως, «καλό μήνα, αδέρφια!», αναφωνώ σαν να ‘μαι σε ωραία εμποροπανήγυρη του παλιού καλού καιρού, όταν ακόμα και τα βάσανα διαλαλούνταν με στόμφο θυμωμένο, αλλά και με ελπίδα κρυφή.
Πίνω έναν καφέ, στην είσοδο της στοάς «Αθήναι», και έχω φάτσα-κάρτα απέναντί μου τα Προπύλαια του Πανεπιστημίου. Το υπέροχο κτίριο, που κοσμείται από τα αγάλματα του Ρήγα Φεραίου, του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γρηγορίου Ε’, του Αδαμάντιου Κοραή, του Ιωάννη Καποδίστρια, και του Άγγλου πολιτικού Γκλάντστοουν – αν και προτιμώ την ελληνική απόδοσή του ως «ο Γλάδστων, του Γλάδστωνος»!
Κάποιοι «μαχητές του ΚΚΕ» (ναι, έχω επιθυμία και να τους ειρωνευτώ, και να τους αποδοκιμάσω!), έχουν υψώσει πανό που απλώς ανακοινώνει αυτό που ήδη γίνεται –«Κατάληψη» – αλλά και αυτό που, εδώ και χρόνια, είναι … επιθετικά προσδιορισμένο, άλλοτε σαν σφιγμένη γροθιά, τώρα σαν πρόσταγμα του τσαμπουκά: «Δεν θα περάσει»!
Δεν έχει σημασία τι και πώς «δεν θα περάσει». Οι μαχητές θα το πουν «επαναστατική πρακτική». Εγώ, είρων πάντα, και πολύ πιο πεζός, θα το ονοματίσω σαρκαστικά στη γλώσσα του Γλάδστωνος: «boring», δηλαδή «βαρετό».
Εδώ είναι ακριβώς και το πρόβλημά μου, για να μην το πώ «πρόβλημά τους» και θυμώσουν πιο πολύ. Ότι, δηλαδή, η «επαναστατική επαναληπτικότης», αντί να επιφέρει αλλαγή(που φαντάζομαι ότι είναι ο στόχος τους, το επιθυμητόν, εν ολίγοις), έχει επιφέρει απελπιστική στασιμότητα (που μήπως αυτό, τελικά, είναι και το πραγματικό ζητούμενό τους;). Το πρόβλημά μου, δηλαδή, είναι ότι θα ήθελα να είχαν δίκιο στην ψαυδαίσθησή τους!
Κάποτε, θέλαμε να αλλάξουμε τον κόσμο. Το ποθούσαμε με όλη την αθώα δύναμη της αμόλυντης από συμβιβασμούς και συμφέροντα εφηβικής μας ψυχής. Να φέρουμε τα πάνω-κάτω. Να κατανικήσουμε την αδικία. Να πανηγυρίσουμε τη δικαιοσύνη.
Βγήκαμε στους δρόμους για τον νόμο 815, και καταφέραμε, χωρίς ούτε ένα παρωχημένο σύνθημα, αλλά και με καταλήψεις όπου δεν επικρατούσε η βία, (παρά μόνο όταν κάνανε «ντου» κάτι κομματικοί τραμπούκοι «οικοδόμοι», τάχα», κυρίως στο Χημείο, ανάμεσά τους και μετέπειτα γιάπηδες δημοσιογράφοι, διευθυντάδες μάλιστα!), αλλά άνθιζε μόνο ο ενθουσιασμός των τραγουδιών μας, και της αγκαλιάς μας η  απέραντη ανοικτοσύνη, να γίνει ο πρώτος νόμος που ο αμετακίνητος – μια ζωή! – Κωνσταντίνος Καραμανλής, αναγκάστηκε να αποσύρει.
Μέρες περάσανε έκτοτε πολλές, «μέσα σε λίγες ώρες», όπως λέει κι ο Ελύτης. Εισπράξαμε, δικαίως και αδίκως, τον λιθοβολισμό της ζωής μας. «Γενιά της αντιπολίτευσης», ψιθύριζε με απέχθεια ο άλλος, και ακόμα και εμείς που δεν ανήκαμε ακριβώς σε αυτήν, αλλά ήλθαμε λίγο κατόπιν, τρέχαμε σαν τους υπό βομβαρδισμόν στο μέτωπο να κρυφτούμε για να προφυλαχτούμε.
Από τι, άραγε; Από τους λαλίστατους, και τόσο επιφανειακούς επικριτές της σήμερον. Από τους σουφλέ αναλυτές της μπλογκόσφαιρας, οι μισοί από τους οποίους θα ήθελαν να ήταν δημοσιογράφοι, και μισούν τον εαυτό τους που δεν έγιναν. ‘Η από το σημερινό «Πάμε», και το αυριανό «Φεύγα», πού απλώς κράτησε από εμάς, τους παλιούς, το «εμπρός», και εφάρμοσε πανηγυρικά το «πίσω», λέγοντάς το μάλιστα «πρωτοπορία»;
«Τι θέλουν ν’ αλλάξουν αυτοί οι άνθρωποι;», σκέφτομαι, καθώς συσσωρεύω μέσα μου άπειρες εικόνες διαδηλώσεων (ξεχωριστές, για κάθε γούστο, άλλη στην Κλαυθμώνος, άλλη στο Πεδίον του Άρεως, άλλη στου Διαόλου τη Μάνα!), και ακόμα περισσότερες βασανιστικές απορίες, που μοιάζουν να μην έχουν τελικό προορισμό. Πώς τη θέλουν την δημόσια Υγεία; Πώς φαντάζονται τα «δημοκρατικά μας τρένα»; Ποιο εκπαιδευτικό σύστημα επιθυμούν πραγματικά, αφού το υπάρχον, χρόνια τώρα, το αποδοκιμάζουν;
Δεν περιμένω απαντήσεις, γιατί όπως θα μου πουν και οι ίδιοι, «δεν θα καταλάβεις, είναι ιδεολογικό το θέμα». Ναι, είν’ αλήθεια. Αυτό είναι το μόνο που καταλαβαίνω!
Το καλοκαίρι, ήμουν για λίγο στη Κύπρο. Και είχα κουβέντα με ένα ανώτατο στέλεχος του ΑΚΕΛ για τη μεγάλη τραγωδία στη στρατιωτική βάση στο Μαρί, κοντά στη Λεμεσό. «Καλά»,  ρώτησα, «είναι δυνατόν η κυβέρνηση να μην γνώριζε ότι τα εμπορευματοκιβώτια περιείχαν δυναμίτιδα που θα μπορούσε να εκραγεί ανά πάσα στιγμή με ολέθριες συνέπειες ;».
Με κοίταξε με το γνώριμο βλέμμα του «πάμε σαν άλλοτε», και μου απάντησε βλοσυρά:
«Σε λίγο θα μας κατηγορήσετε και για το στρατιωτικό πραξικόπημα του ’74, που ανέτρεψε τον Μακάριο και έφερε την εισβολή των Τούρκων!».
Έμεινα σύξυλος, στεγνός από οποιοδήποτε λογικό επιχείρημα, να τον κοιτάζω σαν χάνος, και να θέλω να ανοίξει η γης να με καταπιεί. Τι απαντάς, σε τέτοια απάντηση;
Αλλά πάλι, τι γύρευα κι εγώ να μάθω, σκέφτηκα; Ποιο νόημα είχε το ερώτημα που έθεσα, και μάλιστα σ’ έναν άνθρωπο που ξέρω ότι είναι αμετακίνητος, ότι είναι μπετόν αρμέ; Δεν ήταν… πονηρούτσικο; Δεν περιείχε ψευτοεξυπνάδα; «Ποιος, αλήθεια, είμ’ εγώ, και πού πάω;», που λέει και το τραγούδι του αγαπημένου μου μουσικοιπαιχνιδιάρη;
Η χώρα βυθίζεται, ηθικά και υλικά, στην πιο βαθιά της κρίση, και εγώ είμ’ εδώ, μπερδεμένος παρατηρητής, αλλά και «ματωμένο θύμα της καταστάσεως», να συλλέγω εικόνες και σκέψεις, και να εκτοξεύω αδέσποτες εντυπώσεις της στιγμής, διανθισμένες από μπόλικο συναισθηματισμό.
Ίσως και να «φταίει» το ότι τα ξημερώματα σήμερα, αποχαιρέτησα το παιδί μου, που έφυγε για τον δεύτερο χρόνο των σπουδών του στο εξωτερικό. Μόνο εμείς, οι Κύπριοι, οι Ινδοί, οι Κινέζοι και οι Άραβες, έχουμε, κατά κύριο λόγο, αυτό το θλιβερό προνόμιο. Να «χάνουμε» τα παιδιά μας από τα 18 τους χρόνια και, μάλιστα, να λέμε και «ευτυχώς που φεύγουν». Πού ξανακούστηκε τέτοια διαστροφή;
Του Γερμανού το παιδί, κάνει το πρώτο του πτυχίο στην Γερμανία, και αν είναι να για ειδικευμένο μεταπτυχιακό, μόνο τότε θα ξενιτευτεί. Το ίδιο ο Ιταλός. Το ίδιο κι ο Γάλλος. Το ίδιο και ο Σουηδός. Τα παιδιά μένουν και σπουδάζουν στη χώρα τους. Συνεχίσουν να είναι ζωντανό κομμάτι της κοινωνίας τους. Να ανήκουν, και όχι να αποκόπτονται. Οικείοι, και όχι ξένοι. Μένει σφιχτή, δεμένη η παρέα και η οικογένεια, δεν σκορπά. Δεν ονομάζει την επικοινωνία «Skype».  Ανθίζει η γειτονιά, δεν μαραίνεται. Πληθαίνουν οι εμπειρίες, δεν πολλαπλασιάζονται οι αναμνήσεις.
Εδώ, και αυτοί ακόμα που μπαίνουν στις εγχώριες σχολές, εάν είχαν την δυνατότητα, θα έφευγαν. Το γιατί, αφήστε το. Είναι και αυτό «θέμα συζήτησης» που δεν οδηγεί πουθενά.
Κάθε κουβέντα, ακόμα και η πιο ψύχραιμη, θα συναντήσει κάπου τη σκληρή αντίδραση, που πάντα τη φέρνει σε αδιέξοδο. Υπάρχουν, σαφέστατα, άνθρωποι σ’ αυτόν τον τόπο οι οποίοι δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα, κι ας λένε το αντίθετο – τους βλέπω απέναντί μου τώρα, καθώς πίνω απεχθές φραπουτσίνο! Δεν ισχυρίζεται κάποιος ότι κάθε προτεινόμενη αλλαγή είναι ιδανική. Κάθε άλλο. Πολλές φορές, είναι πρόχειρα σχεδιασμένη και, εκ των πραγμάτων, αποδεικνύεται ανεφάρμοστη. Όμως, νομίζω πως οι περισσότεροι, πια, νοήμονες πολίτες αυτού του τόπου, προτιμούν χίλιες φορές μια έστω και ατελή αλλαγή των πραγμάτων, παρά τη στασιμότητα στην οποία έχουν οδηγηθεί όλα από τους λογής-λογής βολεμένους.
Ποιοι είναι αυτοί; Μα τους βλέπουμε μπροστά μας.. Έτσι όπως καθόμαστε στη θορυβώδη καφετέρια και πνίγουμε τις σκέψεις μας σε καφέδες που, πριν από μερικά χρόνια, ήταν άγνωστες λέξεις!…
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...