`

ΤΟ ΔΑΚΡΥΣΜΕΝΟ ΑΓΑΛΜΑ...

Απρόβλεπτη η ώρα του δημιουργού όταν η έμπνευση του χαρίζει την εικόνα ενός αγάλματος και εκείνος αυτοονομάζεται Θεός και αρχίζει την πλάση. Επί έξι μέρες διεισδύει στις πιο κρυφές του γνώσεις και εμπειρίες για να παραδώσει το τέλειο με λίγα ψεγάδια.

Την έβδομη μέρα της δημιουργίας τοποθετεί το άγαλμα μέσα στη φύση. Με αυτόν τον τρόπο παίρνει πνοή. Το κατασκοπεύει με τον φακό του και εκείνο παρακαλάει για λίγη πραγματικότητα. Τα τεχνητά του μάτια άρχισαν να δακρύζουν. Όπως δακρύζουν οι εραστές στην επικείμενη συμφορά...
Δημιουργεί τεχνητά μέσα για να οδηγήσει τον εαυτό του κάπου πιο ήρεμα, αλλά η δίνη φαίνεται να έχει ανεξάντλητη υπομονή. Όσο αδιαφορεί για αυτήν τόσο εκείνη τρέφεται. Όσο την αναλύει τόσο μεγαλώνει. Τι και αν αποφεύγει την...
αξιολόγηση, η ώρα της κρίσης είναι και αυτή απρόβλεπτη.
Ο οργασμός του καλλιτέχνη είναι Θείο Δώρο και η έκθεση και οι αγοροπωλησίες δεν αργούν. Η τιμή τοποθετείται χωρίς τύψεις, ενοχές και τέρψη. Με κριτήρια τη σύγκριση και τους κανόνες. Με περισσότερη ευλάβεια φαίνεται να τοποθετείται το όνομα του αγάλματος στην πλαστική καρτέλα. Να μπορεί να θυμάται και ο ίδιος, σκέφτομαι. Μερικοί λένε πως εκδίδει το άγαλμα σε τιμές απαγορευτικές και εκείνος τους ψίθυρους τους θεωρεί επιπρόσθετη αξία και ανεβάζει την τιμή.
Μια σχέση ακλόνητη οδηγείται σιγά – σιγά στην λήθη. Στην λήθη της δικιάς τους πραγματικότητας μιας και ποτέ ο χρόνος δεν είναι ίδιος για όλους μας. Κάποιες σχέσεις όμως φαίνεται να έχουν συγχρονιστεί δίχως κάποιο ψεγάδι και συνεχίζουν την πλάση μόνες τους…
Τοποθεσία: Πυργί, Μύκονος

ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΚΑΙ Ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ

Σαν έκλεινε το μουσείο αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα. Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα σταματημένη μες στο χρόνο.
Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.
Καθόλου δεν την ξάφνιαζε κάθε φορά που της ριχνόταν. Άλλωστε το περίμενε
το είχε συνηθίσει πια. Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας με τον αγκώνα το
φιλήδονο κεφάλι του και καθώς χανόταν όλη μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται σιγά-σιγά σε κένταυρο.
Τώρα η αλογίσια οπλή του την πόναγε κάπου εκεί γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη ανάμεσα στο φόβο της
και τη λαγνεία του να τη λαξεύει ακόμη.
Γιώργης Παυλόπουλος

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...