`

Σχετικά με έναν ορισμό του πολιτικού τραγουδιού.

Ο Μάνος Χατζιδάκις σε ένα σχόλιό του στο τρίτο πρόγραμμα της ελληνικής ραδιοφωνίας στις 3 Σεπτεμβρίου 1978 θέτει εύστοχα το βασικότερο προβληματισμό σχετικά με το πολιτικό τραγούδι : «Πέντε άνδρες συνωμοτούν υπό βροχήν, κάτω από μίαν ομπρέλα. Στοιβάζονται μάλιστα κάτω απ’ την ίδια ομπρέλα, για να μη βραχούν. Την ίδια ώρα ακούγεται το τραγουδάκι «Συννέφιασε, συννέφιασε, ψιλή βροχούλα έπιασε».
Σαφώς το τραγουδάκι είναι πολιτικό, ιδιαίτερα σαν συνδεθεί με τους πέντε συνωμότες, που προσπαθούν να μη βραχούν. Αν όμως το τραγούδι ακουστεί σε παραλία ερημική, την ώρα που δεν βρέχει, μπορεί να γίνει και προφητικό, αν τύχει και ξεσπάσει η μπόρα, μες σε πέντε το πολύ λεπτά. Αν πάλι δεν βρέξει διόλου, τότε το τραγούδι γίνεται απλούστατα ένα ρεμπέτικο τραγούδι, με κάποιες τάσεις εγωιστικές γι’ αυτόν που το τραγουδάει, μια κι όλο προσπαθεί να μη βραχεί, ενώ στο τέλος βρέχεται για τα καλά και το φωνάζει με ιδιαίτερη ικανοποίηση στους άλλους τραγουδώντας… για κοίτα με πως βράχηκα». Προφανώς και το κείμενο του σπουδαίου Μάνου Χατζιδάκι είναι ειρωνικό και αλληγορικό. Καταδεικνύει μάλιστα έναν προβληματισμό σχετικά με τη δημιουργία ενός ξεκάθαρου ορισμού για το πολιτικό τραγούδι.

Τελικά τι είναι πολιτικό τραγούδι; Λαμβάνοντας υπόψιν το συγκινησιακό παράγοντα, αλλά και την αλληλεπίδραση δημιουργού – ακροατή είναι βέβαιο ότι θα οδηγηθούμε σε υποκειμενικές κρίσεις στην προσπάθεια δημιουργίας ενός αποδεκτού ορισμού γα το πολιτικό τραγούδι. Ωστόσο, μπορούν να εντοπισθούν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά του πολιτικού τραγουδιού, όπως είναι, πιθανώς, η θεματολογία, η αλληλεπίδραση με το κοινό και μερικές φορές και η διαχρονικότητα. Αν και ο όρος πολιτικό τραγούδι χρησιμοποιείται ευρέως, ο ακριβής ορισμός του εμφανίζει έντονες προβληματικές και διαφωνίες.

Οι ίδιοι οι δημιουργοί του αντιμετωπίζουν δυσκολίες και απαντούν στο ερώτημα αυτό κυρίως βιωματικά. Ο Μανώλης Ρασούλης αναφέρει σχετικά με τη στιχουργική : «…ο στιχουργός και η στιχουργική παίρνουν σοβαρότατα υπόψη τα δρώμενα στην καθημερινότητα και με τη ζώσα γλώσσα περιγράφουν κι αναπλάθουν ή υπαινίσσονται τα συμβάντα, τα θέματα, τις καταστάσεις. Εύληπτα, βατά, όσο γίνεται πιο λαϊκά, γιατί το τραγούδι, σαν ΤΕΧΝΗ κατάγεται από τον απλό άνθρωπο, ζει την περιπέτειά του και ξαναγυρίζει, κυκλώνει, όπως και το ίδιο το άσμα». Ο Θάνος Μικρούτσικος από την άλλη, σε συνέντευξή του στο Λευτέρη Παπαδόπουλο και την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ το 1982, αναφέρει : «Πολιτικό τραγούδι είναι αυτό που λειτουργεί από κάτω και λειτουργεί όχι μόνο στην καρδιά, αλλά και στο κεφάλι. Είναι, δηλαδή, αυτή η διαλεκτική σχέση της καρδιάς και του μυαλού, που την ήθελε και ο Μπρεχτ, ο οποίος έχει δημιουργήσει πολύ σπουδαία πράγματα σε αυτό το είδος. Αυτή η διαλεκτική σχέση καρδιάς και μυαλού αποτελεί την πιο στερεά βάση για την πολιτική τέχνη. Αυτό δε σημαίνει ότι, και στην περίπτωση του συνθήματος και της αφίσας, δεν έχουμε κι εκεί κάποιες περιπτώσεις σημαντικές, οι οποίες γίνανε σε καιρούς που έπρεπε να γίνουν μ’ αυτό τον τρόπο. Παράδειγμα η περίοδος του Πολυτεχνείου, η περίοδος του Εμφυλίου κτλ». Έχει επικρατήσει γενικώς η άποψη ότι πολιτικό είναι το τραγούδι εκείνο που εξυπηρετεί πολύ συγκεκριμένες ανάγκες, ενός πολύ συγκεκριμένου πολιτικού χώρου. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ένα κείμενο τουΑνατόλι Λουνατσάρσκι (Σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη μια ιδιαίτερης σχέσης και συνεργασίας τέχνης – πολιτικής στην Ε.Σ.Σ.Δ. διαδραμάτισε ο λαϊκός κομισάριος Διαφώτισης (Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού) του Συμβουλίου λαϊκών κομισάριων της κυβέρνησης Λένιν, ο Ανατόλι Λουνατσάρσκι) με τίτλο «Επανάσταση και Τέχνη» (1917): «Η επανάσταση φέρνει ιδέες μεγάλου πλάτους και βάθους. Διεγείρει παντού αισθήματα έντονα, ηρωικά και περίπλοκα …Περιμένω πολλά από την επιρροή της Επανάστασης στην τέχνη. Αν η Επανάσταση μπορεί να δώσει στην Τέχνη την ψυχή της, τότε η Τέχνη μπορεί να γίνει η φωνή της Επανάστασης». Οι πολιτικές εξελίξεις γεννάνε το πολιτικό τραγούδι και χωρίς αυτές δε νοείται τέτοιο. Όπως λέει και ο Ιρλανδός Ρεπουμπλικανός James Connolly : «Κανένα πολιτικό κίνημα δεν είναι ολοκληρωμένο χωρίς τη δική του δημοφιλή ποιητική έκφραση». Ο Κώστας Τριπολίτης είναι ιδιαιτέρως εύστοχος μιλώντας σχετικά, δίνοντας μιαν ακόμα σημαντική διάσταση στον όρο πολιτικό τραγούδι : «Τα πάντα είναι πολιτικά. Τα πάντα μπορούν να αναλυθούν γιατί τα πάντα διαμορφώνουνε στάσεις. Ό,τι διαμορφώνει στάση είναι και πολιτικά προσμετρήσιμο. Αυτό είναι το ένα ζήτημα. Το ζήτημα είναι ένα άλλο για εμάς εδώ. Αυτό που διαμορφώνει στάση και άρα είναι πολιτικό έχει ένα αισθητικό πρόταγμα; Έχει ένα αισθητικό ενδιαφέρον; Ένα αισθητικό ενδιαφέρον υπό την έννοια του καινοφανούς, του καινοτόμου. Τότε αξίζει τον κόπο. Αλλιώς καταλήγει να είναι αυτό που λέμε στρατευμένη τέχνη. Στην ουσία είναι κομματική τέχνη». Το ίδιο φαίνεται να λέει και οΜάνος Χατζιδάκις σε κείμενό του με τον τίτλο «Η πολιτική στην Τέχνη και η κακή Τέχνη της πολιτικής» : «Και φυσικά η πολιτική γνωρίζει να χειρίζεται καλώς και επωφελώς τις κερδοσκοπικές προθέσεις των λεγόμενων «προοδευτικών» καλλιτεχνών και την αφέλεια των εν εκστάσει και μη επαρκώς σκεπτομένων ακροατών... Όχι νομίζω πως οφείλετε επιτέλους να ελέγξετε σεις ο «λαός»¨κάθε παραγωγή δημοσιευμάτων, μουσικής και ασμάτων που γίνεται στο όνομά σας και δήθεν αποτείνεται σε εσάς. Γιατί έχει αρχίσει να αναπτύσσεται μια ύποπτη βιομηχανία απ’ τους κομματικούς μηχανισμούς, που σκόπιμα αλλοιώνουν την υφή της μουσικής, της ποίησης και της λογοτεχνίας, καθώς και τη λαϊκή μας παράδοση».


Εκ των υστέρων πάντως μπορεί κανείς μελετώντας να εντοπίσει ποιο είναι το πολιτικό τραγούδι που έχει ευρύτερη βάση, ευρύτατη αναφορά και ποιο είναι εκείνο το οποίο εξυπηρετεί σκοπιμότητες της στιγμής. Μια τέτοια θεώρηση, έπ’ ονόματι του χρονικού διαστήματος που μεσολάβησε, είναι σύμφωνη και προς τις αρχές της ανθρωπολογίας, της κοινωνικής ανθρωπολογίας και των υπολοίπων εμπειρικών επιστημών. Μπορεί λοιπόν ο μελετητής a posteriori να προσδιορίσει το πολιτικό εκείνο τραγούδι που δεν εξυπηρετούσε μικροπολιτικές ανάγκες, αλλά κατέγραφε την πραγματικότητα μέσα από ένα έκδηλο πολιτικό φίλτρο. Σύμφωνα με τον Κώστα Τριπολίτη, μεγάλο ρόλο στη δημιουργία του πολιτικού τραγουδιού αλλά και στο χαρακτηρισμό του ως πολιτικό παίζει και η πρόθεση του δημιουργού του. Ο ίδιος αναφέρει : «… αυτό είναι που ορίζει το πολιτικό τραγούδι. Η πρόθεση του ιδίου που το γράφει να έχει μια πολιτική παρέμβαση, όχι κατ’ ανάγκη κομματική παρέμβαση. Γράφω, λοιπόν, πολιτικό τραγούδι σημαίνει προσπαθώ να επιδράσω στην εποχή μου και στον καιρό μου, προσπαθώ να συνεγείρω τις μάζες ή να συνειδητοποιήσω τις μάζες ή να συνειδητοποιήσω τον κόσμο ή να τον εξεγείρω…». Η μουσική και το τραγούδι κατ’ επέκταση είναι ένα πολύ δυνατό πολιτιστικό μέσο. Δεν έχει εντοπιστεί ή μελετηθεί έως τώρα καμία κοινωνία, από τις πιο «πρωτόγονες» μέσα στις ζούγκλες του Αμαζονίου μέχρι τις πιο προηγμένες και σύγχρονες, από την οποία να απουσιάζει η μουσική. Αυτό και μόνο το γεγονός αποδεικνύει τη σπουδαιότητα και την ανάγκη ύπαρξης της μουσικής, αλλά και τη δύναμή της. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει οRobert Christgau η ροκ μουσική στη δεκαετία του 1960 ήταν «η πιο παραγωγική κοινωνική δύναμη στο δυτικό κόσμο».

Καταλήγοντας σε αυτή τη σύντομη αναφορά στα προβλήματα ορισμού του λεγόμενου πολιτικού τραγουδιού, είναι σαφές ότι ο ασφαλέστερος τρόπος αναγνώρισης ενός πολιτικού τραγουδιού είναι η εκ των υστέρων αξιολόγηση και κρίση του. Χωρίς αμφιβολία είναι η πιο αξιόπιστη τακτική και η πιο αντικειμενική. Με την πάροδο του χρόνου μπορεί να δει ο εκάστοτε μελετητής ή και ο απλός ακροατής με καθαρό μάτι τη λειτουργία, τη θεματολογία και τους σκοπούς κάθε τραγουδιού, αναγνωρίζοντας κατόπιν με μεγαλύτερη σιγουριά αν αυτό είναι πολιτικό ή όχι.

Γιώργος Μυζάλης



http://musicspins.blogspot.com/2011/10/blog-post.html
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...