Χάνοντας μία πτήση και ξεμένοντας σε ένα αεροδρόμιο για άλλες οκτώ ώρες, εύκολα γίνονται τα νεύρα σμπαράλια. Στη δική μου περίπτωση, στα μέσα Αυγούστου, εκείνη η χαμένη πτήση από το Λονδίνο για την Αθήνα, μου έδωσε την ευκαιρία να πάρω στα χέρια μου μερικά πραγματικά διαμάντια.
Χαζεύοντας στα Waterstones , αντί να αγοράσω ως συνήθως ένα πάκο από εφημερίδες , έχοντας μπροστά μου ώρες αναμονής, προτίμησα να κοιτάξω τις καινούργιες εκδόσεις στα βιβλία. Από τα τέσσερα που αγόρασα δεν με απογοήτευσε κανένα. Σας εχω ήδη γράψει για την αυταπάτη του διαδικτύου του Εβγκένι Μοροζόφ και κάποια άλλη στιγμή θα σας πως και για το No such thing as society του Αντι Μακσμίθ, που επιχειρεί μία ιστορική αναδρομή στη Βρετανία των 80′s όταν η χώρα έβγαινε από τον μηχανισμό στήριξης του ΔΝΤ και περνούσε στον αστερισμό της Μάργκαρετ Θάτσερ. Από τις κόντρες της «σιδηράς κυρίας» με το ίδιο της το κόμμα , τα συνδικάτα , τον ΙRΑ και τον χουλιγκανισμό έως την τραπεζική κατάρρευση και την πλασματική οικονομική ευημερία που, μαζί με την αφόρητη φορολόγηση των μεσαίων εισοδημάτων, έφτιαξαν τον νεοφιλελευθερισμό οι ομοιότητες με εμάς είναι καταπληκτικές.
Ωστόσο την αφορμή για το σημερινό κομμάτι μου την έδωσε το γεγονός πως, επιτέλους , μετά από τέσσερις αποτυχημένες προσπάθειες ο Τζούλιαν Μπαρνς πήρε το βραβείο Man Booker Prize πριν λίγες μέρες, με το Sense of an ending. Χάρηκα γιατί το βιβλίο αυτό το διάβασα σε λίγες μόλις ώρες , μη μπορώντας να το αφήσω στην άκρη, αν και το θέμα του μου έμοιαζε «βαρύ» στην αρχή.
Διευκρινίζω πως με τράβηξε πρώτα το όνομα του συγγραφέα, όπως πιστεύω συμβαίνει με τους περισσότερους από εμάς. Πριν από μία δεκαετία ,πάλι σε μία ανάλογη αναμονή ωρών σε κάποιο αεροδρόμιο, είχα πάρει στα χέρια μου για πρώτη φορά δουλειά του, το Love etc, που πραγματευόταν το πώς κάποιες παλιές φιλίες ξανάβρισκαν το νόημα τους με τα χρόνια. Με είχε συναρπάσει τόσο που το είχα διαβάσει και δεύτερη φορά. Είχα ψάξει το συγγραφικό του έργο και είχα δει πως από το 1980 που άρχισε να γράφει, αυτός ο 65άρης σήμερα άντρας, είχε μία τεράστια γκάμα θεμάτων. Βλέποντας το Sense of an ending κοντοστάθηκα. Ηταν στα προτεινόμενα βιβλία και με «κέρδισε» και το γεγονός πως ήταν μόλις 150 σελίδες. Ναι, το ξέρω πως δεν είναι κριτήριο αλλά για κάποιες ώρες αναμονής σκέφτηκα άξιζε να προστεθεί στην λίστα. Μιλάει για ένα χωρισμένο άντρα τον Τόνι Γουέμπστερ, που ο καλύτερός του φίλος, τα έφτιαξε με τη γυναίκα του και πρόδωσε μία φιλία ετών. Έχοντας πια πλησιάσει πολύ επικίνδυνα στην τρίτη ηλικία, ένα γράμμα από κάποιο δικηγόρο τον αναγκάζει να κάνει αναδρομή στα πιο σημαντικά γεγονότα της παιδικής του ηλικίας. Καταλήγει στο συμπέρασμα πως δύο αυτοκτονίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Ενός παιδικού του φίλου που τον συγκλόνισε και ενός άλλου παιδιού που δεν το ήξερε καλά. Με τα χρόνια, όμως, να έχουν περάσει βρίσκει σημαντικούς τους λόγους της παραπομπής σε εκείνη την αυτοκτονία και το πόσο τον σημάδεψε. Το βιβλίο εξελίσσεται σε ένα ψυχολογικό δράμα και, ενώ οι πρώτες σελίδες περνάνε δύσκολα , όσο προχωράει σε καθηλώνει. Η επιτυχία του Μπαρνς είναι να σε κάνει να αντιληφθείς πρώτα ως αναγνώστης πριν περάσει κάν από το μυαλό του πρωταγωνιστή πως κάτι πάει λάθος στον συλλογισμό! Αυτό είναι και το μυστικό του βιβλίου και δεν θέλω να πω πιο πολλά. Απλά συμπληρώνω πως σε κρατά εγκλωβισμένο στις σελίδες μέχρι το τέλος.
Εκείνο που με ξάφνιασε ευχάριστα είναι πως η επιτροπή έδωσε στον Τζούλιαν Μπαρνς αυτό που άξιζε, ίσως, εδώ και πολλά χρόνια. Ο ίδιος με αρκετές καυστικές απόψεις στο παρελθόν για το Man Booker Prize, έμοιαζε να έχει καταδικάσει τον εαυτό του στο να μη το κερδίσει ποτέ. Η επιτροπή όμως ( με επικεφαλής την παλιά διευθύντρια του ΜΙ5, δηλαδή της αντίστοιχης βρετανικής ΚΥΠ, και συγγραφέα επίσης Στέλα Ρέμινγκτον) λειτούργησε με ξεκάθαρα αξιοκρατικά κριτήρια. Ομολογώ πως δεν έχω διαβάσει όλα τα βιβλία που είχε επιλέξει ως υποψηφιότητες (παρά μόνο άλλο ένα), ωστόσο θεωρώ πως ένα τόσο καλοστημένο έργο άξιζε της ακαδημαικής αναγνώρισης. Το ότι ο κόσμος το έχει βραβεύσει, όμως, είναι το σημαντικότερο. Και δεν πουλάς σε μία αγορά που βγαίνουν δεκάδες τίτλοι καθημερινά, χιλιάδες αντίτυπα χωρίς να είσαι ξεχωριστός. Άλλωστε, ο Μπαρνς με τη διάρκειά του έχει αποδείξει και την αξία του.
Ετσι γίνεται και με όλα τα βιβλία. Θα γίνουν ξεχωριστά μόνο από την διάρκεια τους και όχι από τις κριτικές μόλις κυκλοφορούν ή από τι βραβεία κατακτούν. Αν κάποιος διαβάσει ξανά τι έγραφαν οι κριτικοί της εποχής για τα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» για παράδειγμα (Ανιαρό χωρίς ουσιαστική πλοκή, γελοίο και άλλα γραφικά), θα αντιληφθεί πως μερικές φορές το πλέον δυσδιάκριτο πράγμα στο κόσμο είναι να βλέπεις το απόλυτα προφανές μπροστά σου!