«Ζούμε ιστορικές στιγμές» είναι η κύρια φράση που ακούγεται ακόμα και στις ιδιωτικές συζητήσεις των τελευταίων ημερών. Συνήθως όμως συνοδεύεται κι από δυο βασικά ερωτήματα: «Αν το «κούρεμα» είναι τόσο ωφέλιμο γιατί δεν το κάναμε εξαρχής;» και «Ποιες οι επιπτώσεις του και πως θα πορευτούμε ως τόπος από εδώ και πέρα;».
Κι αν οι άμεσες οικονομικές επιπτώσεις έχουν...
επανειλημμένα αναλυθεί , η διαδικασίαπου οδήγησε σε μια τέτοια εξέλιξη παραμένει ασαφής (η δικαιολογία – έμμεση μομφή στην τρόικα, της Μέρκελ για ελλιπή στοιχεία τον Ιούλιο δεν αρκεί!) κι ακόμα πιο απροσδιόριστες παραμένουν οι μακροπρόθεσμες πολιτικοοικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα και την Ε.Ε.
Η αλήθεια είναι ότι η Τρόικα υπερεκτίμησε τις δυνατότητες ταχύτατης επίτευξης αποπληθωρισμούλόγω άγνοιας των ιδιαιτεροτήτων της Ελληνικής αγοράς αλλά και υποεκτίμησε τις υφεσιακές συνέπειες αυτής της πολιτικής. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση μας υπερεκτίμησε τις ικανότητες της στην εκτέλεση των μεταρρυθμίσεων και υποεκτίμησε τις κοινωνικές συνέπειες των δημοσιονομικών και φορολογικών επιλογών της αλλά και τη σθεναρή αντίσταση απέναντι σε κάθε εκσυγχρονισμό του κράτους και της οικονομίας από τις συντεχνίες που η ίδια εξέθρεψε και το πολιτικό σύστημα συντήρησε επί δεκαετίες.
Σε μια χώρα που ακόμα κι αν αποκτήσει πρωτογενή πλεονάσματα θα έχει ένα έλλειμμα του 7% μόνο για την εξυπηρέτηση των τόκων, κάποιοι προτίμησαν αρχικά να «τιμωρήσουν» την Ελλάδα μενέο υψηλότοκο δανεισμό και πιεστική περίοδο αποπληρωμής που ανεβάζει συνεχώς αυτό το μέρος του ελλείμματος. Το πρόσχημα ήταν η αποφυγή εξάπλωσης μια λογικής δημοσιονομικής χαλαρότητας και σε άλλες χώρες. Αποδείχτηκε όμως στην πράξη ότι ούτε αυτός ο στόχος επετεύχθη, με την κρίση να χτυπά την πόρτα του πυρήνα της Ευρωζώνης και η Ελλάδα να καταλήγει σε αυτό που απέφευγαν λόγω των ανεξέλεγκτων συνεπειών του, δηλαδή τη ριζική αναδιάρθωση του χρέους της
Η καραμέλα της άμεσης απόδοσης των μεταρρυθμίσεων όταν όλοι γνωρίζουν ότι η προσαρμογή των δομών στις νέες συνθήκες απαιτεί χρόνο είναι ένα ευτελές Τροικανό άλλοθι. Το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων προβλέπεται στην καλύτερη των περιπτώσεων να έχει ένα όφελος 1-2% του ΑΕΠ σε βάθος χρόνου και οι ιδιωτικοποιήσεις (που τα έσοδα της αφορούν τη μείωση του χρέους) ακόμα κι αν είχαν ακολουθήσει τον αρχικό προγραμματισμό, θα το είχαν μειώσει κατά 3-4%!
Ο ιστορικός του μέλλοντος θα έχει πολλά να καταγράψει και σημαντικές ευθύνες να αποδώσει σε όσους από την Ελληνική πλευρά δεν αγωνίστηκαν σθεναρά για μια άλλη λύση και κυρίως σε όσους Ευρωπαίους ηγέτες αποδείχτηκαν εγκληματικά κοντόφθαλμοι στην αντιμετώπιση του γενικευμένου κύματος κρίσης αλλά και της διαχρονικής αδυναμίας ελέγχου μιας καταναλωτικής αντιαναπτυξιακής μόχλευσης και του ανεξέλεγκτου χρημτοπιστωτικού υπερκερδοσκοπισμούπου συνεπάγονταν.
Η εξαρχής χορήγηση χαμηλότοκων δανείων με μεγάλη διάρκεια αποπληρωμής, η επέμβαση στη δευτερογενή αγορά για την επαναγορά ομολόγων σε μειωμένες τιμές και η αναπτυξιακή στήριξημέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και της μεταχρονολόγησης της εθνικής συμμετοχής στα συγχρηματοδοτούμενα με την Ε.Ε. έργα θα μπορούσαν να έχουν αντιμετωπίσει το πρόβλημα στη ρίζα του (το ευρωομόλογο θα προέκυπτε στην πορεία και μέσα από μια σοβαρή ανασυγκρότηση του χαρακτήρα και των δομών της Ε.Ε.).
Όπως λέγαμε, από τότε, οι Ευρωπαϊκές απαιτήσεις θα έπρεπε να αφορούν την ταχύτατη προώθηση των μεταρρυθμίσεων (για τις όποιες επί δεκαετίες έμειναν στις νουθεσίες και τα πρόσκαιρα απλήρωτα πρόστιμα!) με την ολοκλήρωση τους σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα να αποτελεί πλέον προαπαιτούμενο για τη συνέχιση χορήγησης πάσης φύσεως επιδοτήσεων, μετά την παρέλευση του.
Η Ευρώπη επιλέγει ένα «επιχειρηματικό» διοικητικό μοντέλο μιας ασύντακτης και μονοδιάστατης οικονομικής ένωσης που απλά πλέον θα τιμωρεί με άμεση αφαίρεση της εθνικής κυριαρχίας όποιον παρεκκλίνει των δημοσιονομικών στόχων. Αντί για το δρόμο μιας οργανωμένης διοικητικής μεταρρύθμισης κι ενός συγκροτημένου μακροπρόθεσμου αναπτυξιακού πλάνου, προσαρμοσμένο στις ανάγκες κάθε χώρας, επιλέγει ένα επικίνδυνο μονοπάτι που πιθανότατα κάποιοι να θεωρούν ότι είναι και η διέξοδος για τους Ευρωπαϊκούς περιορισμούς στην παγκόσμια σκακιέρα.
Η μετατροπή δηλαδή κάποιων Ευρωπαϊκών χωρών με αδύναμο και κατακερματισμένο παραγωγικό ιστό σε χώρους εγκαθίδρυσης διεθνών επιχειρήσεων με ειδικό εργασιακό και ασφαλιστικό καθεστώς (τέτοιες προτάσεις υπάρχουν ήδη στο τραπέζι!) που θα τους επιτρέπει να είναι σχετικά ανταγωνιστικοί σε κόστος παραγωγής απέναντι στους κολοσσούς των αναδυόμενων δυνάμεων του BRIC (Κίνα, Ινδία, Ρωσία, Βραζιλία).
Γράφει ο Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος–Ψυχολόγος
http://press-gr.blogspot.com/2011/10/blog-post_1016.html
Κι αν οι άμεσες οικονομικές επιπτώσεις έχουν...
επανειλημμένα αναλυθεί , η διαδικασίαπου οδήγησε σε μια τέτοια εξέλιξη παραμένει ασαφής (η δικαιολογία – έμμεση μομφή στην τρόικα, της Μέρκελ για ελλιπή στοιχεία τον Ιούλιο δεν αρκεί!) κι ακόμα πιο απροσδιόριστες παραμένουν οι μακροπρόθεσμες πολιτικοοικονομικές εξελίξεις στην Ελλάδα και την Ε.Ε.
Η αλήθεια είναι ότι η Τρόικα υπερεκτίμησε τις δυνατότητες ταχύτατης επίτευξης αποπληθωρισμούλόγω άγνοιας των ιδιαιτεροτήτων της Ελληνικής αγοράς αλλά και υποεκτίμησε τις υφεσιακές συνέπειες αυτής της πολιτικής. Ταυτόχρονα η κυβέρνηση μας υπερεκτίμησε τις ικανότητες της στην εκτέλεση των μεταρρυθμίσεων και υποεκτίμησε τις κοινωνικές συνέπειες των δημοσιονομικών και φορολογικών επιλογών της αλλά και τη σθεναρή αντίσταση απέναντι σε κάθε εκσυγχρονισμό του κράτους και της οικονομίας από τις συντεχνίες που η ίδια εξέθρεψε και το πολιτικό σύστημα συντήρησε επί δεκαετίες.
Σε μια χώρα που ακόμα κι αν αποκτήσει πρωτογενή πλεονάσματα θα έχει ένα έλλειμμα του 7% μόνο για την εξυπηρέτηση των τόκων, κάποιοι προτίμησαν αρχικά να «τιμωρήσουν» την Ελλάδα μενέο υψηλότοκο δανεισμό και πιεστική περίοδο αποπληρωμής που ανεβάζει συνεχώς αυτό το μέρος του ελλείμματος. Το πρόσχημα ήταν η αποφυγή εξάπλωσης μια λογικής δημοσιονομικής χαλαρότητας και σε άλλες χώρες. Αποδείχτηκε όμως στην πράξη ότι ούτε αυτός ο στόχος επετεύχθη, με την κρίση να χτυπά την πόρτα του πυρήνα της Ευρωζώνης και η Ελλάδα να καταλήγει σε αυτό που απέφευγαν λόγω των ανεξέλεγκτων συνεπειών του, δηλαδή τη ριζική αναδιάρθωση του χρέους της
Η καραμέλα της άμεσης απόδοσης των μεταρρυθμίσεων όταν όλοι γνωρίζουν ότι η προσαρμογή των δομών στις νέες συνθήκες απαιτεί χρόνο είναι ένα ευτελές Τροικανό άλλοθι. Το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων προβλέπεται στην καλύτερη των περιπτώσεων να έχει ένα όφελος 1-2% του ΑΕΠ σε βάθος χρόνου και οι ιδιωτικοποιήσεις (που τα έσοδα της αφορούν τη μείωση του χρέους) ακόμα κι αν είχαν ακολουθήσει τον αρχικό προγραμματισμό, θα το είχαν μειώσει κατά 3-4%!
Ο ιστορικός του μέλλοντος θα έχει πολλά να καταγράψει και σημαντικές ευθύνες να αποδώσει σε όσους από την Ελληνική πλευρά δεν αγωνίστηκαν σθεναρά για μια άλλη λύση και κυρίως σε όσους Ευρωπαίους ηγέτες αποδείχτηκαν εγκληματικά κοντόφθαλμοι στην αντιμετώπιση του γενικευμένου κύματος κρίσης αλλά και της διαχρονικής αδυναμίας ελέγχου μιας καταναλωτικής αντιαναπτυξιακής μόχλευσης και του ανεξέλεγκτου χρημτοπιστωτικού υπερκερδοσκοπισμούπου συνεπάγονταν.
Η εξαρχής χορήγηση χαμηλότοκων δανείων με μεγάλη διάρκεια αποπληρωμής, η επέμβαση στη δευτερογενή αγορά για την επαναγορά ομολόγων σε μειωμένες τιμές και η αναπτυξιακή στήριξημέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και της μεταχρονολόγησης της εθνικής συμμετοχής στα συγχρηματοδοτούμενα με την Ε.Ε. έργα θα μπορούσαν να έχουν αντιμετωπίσει το πρόβλημα στη ρίζα του (το ευρωομόλογο θα προέκυπτε στην πορεία και μέσα από μια σοβαρή ανασυγκρότηση του χαρακτήρα και των δομών της Ε.Ε.).
Όπως λέγαμε, από τότε, οι Ευρωπαϊκές απαιτήσεις θα έπρεπε να αφορούν την ταχύτατη προώθηση των μεταρρυθμίσεων (για τις όποιες επί δεκαετίες έμειναν στις νουθεσίες και τα πρόσκαιρα απλήρωτα πρόστιμα!) με την ολοκλήρωση τους σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα να αποτελεί πλέον προαπαιτούμενο για τη συνέχιση χορήγησης πάσης φύσεως επιδοτήσεων, μετά την παρέλευση του.
Η Ευρώπη επιλέγει ένα «επιχειρηματικό» διοικητικό μοντέλο μιας ασύντακτης και μονοδιάστατης οικονομικής ένωσης που απλά πλέον θα τιμωρεί με άμεση αφαίρεση της εθνικής κυριαρχίας όποιον παρεκκλίνει των δημοσιονομικών στόχων. Αντί για το δρόμο μιας οργανωμένης διοικητικής μεταρρύθμισης κι ενός συγκροτημένου μακροπρόθεσμου αναπτυξιακού πλάνου, προσαρμοσμένο στις ανάγκες κάθε χώρας, επιλέγει ένα επικίνδυνο μονοπάτι που πιθανότατα κάποιοι να θεωρούν ότι είναι και η διέξοδος για τους Ευρωπαϊκούς περιορισμούς στην παγκόσμια σκακιέρα.
Η μετατροπή δηλαδή κάποιων Ευρωπαϊκών χωρών με αδύναμο και κατακερματισμένο παραγωγικό ιστό σε χώρους εγκαθίδρυσης διεθνών επιχειρήσεων με ειδικό εργασιακό και ασφαλιστικό καθεστώς (τέτοιες προτάσεις υπάρχουν ήδη στο τραπέζι!) που θα τους επιτρέπει να είναι σχετικά ανταγωνιστικοί σε κόστος παραγωγής απέναντι στους κολοσσούς των αναδυόμενων δυνάμεων του BRIC (Κίνα, Ινδία, Ρωσία, Βραζιλία).
Γράφει ο Κων/νος Μανίκας
Οικονομολόγος–Ψυχολόγος
http://press-gr.blogspot.com/2011/10/blog-post_1016.html