Σε ένα αυτοσχέδιο πάλκο χτύπαγαν τα πόδια τους οι χορευτές,
ανέσυρα την ματιά σου από το πηγάδι του πλήθους,
και ξαφνικά δεν θέλησα άλλους να υπάρχουν μαζί μου.
Ο ουρανός γέμιζε με σαιτιές που ρίχναμε ο ένας στον άλλο,
η Περσεφόνη ανέβηκε κατακόκκινη,
στάθηκε ανάμεσα μας,
θα μας...
χαλάσουν, σου είπα αυτοί, θα μας χαλάσουν.
Ο λαουτιέρης πιο πολύ κούρδιζε το νευρικό όργανο με νύχια μαύρα από τις τύψεις,
ο βιολιστής άφησε δάκρυα και γίνανε βελόνες, μπήκαν στο δοξάρι κι άρχισε να κλαίει σαν πουλάκι πένθιμο,
μπάλος ζήτησες τότε κι έγινε αλλοιώτικη η μουσική.
Κι άρχισε έρωτας.
Καθώς χορεύαμε μια φωτιά άρχισε να καίει τα πάντα γύρω μας,
τίποτε δεν ήταν απαραίτητο από αυτούς, μονάχα τα πόδια και τα μάτια μας.
Φλεγόμενοι οι μουσικοί μαζί με το αυτοσχέδιο πάλκο.
Αντίκρυ να χορεύουμε τώρα ο ένας στον άλλο κι ανάμεσα μας η φωτιά.
Εγώ πηδούσα σαν χορευτής πάνω στο ξυλινο πάτωμα κι εσύ σαν ακροβάτης που μέτραγε όλες μου τις κινήσεις.
ΚΟΙΤΑΖΕ ΜΕ, φώναζες,
κι εγώ αχόρταγα ρούφαγα τις ουσίες σου.
ΘΑ ΜΑΣ ΧΑΛΑΣΟΥΝ, φώναξα με μάτια κόκκινα σαν της Περσεφόνης.
Μα εσύ δεν νοιαζόσουνα για τον θάνατο,
έδινες ασταμάτητα εντολές στους οργανοπαίχτες, ήταν ημέρα Σάββατο.
Και καθώς πια η φωτιά υγρό πυρ έκαιγε τα σωθικά μας εμείς εκεί να χορεύουμε.
Χορεύαμε ως την αυγή που δεν ξεχνά τα ραντεβού της επιστροφής της.
Και στάχτες πια γίναμε στα χέρια των άλλων,
αυτοί δεν ήξεραν από φωτιές και μας σκορπίσανε στους ορίζοντες,
μια μπουκιά από αγάπη και φως όλα στάχτη..
http://press-gr.blogspot.com/2011/10/blog-post_08.html
ανέσυρα την ματιά σου από το πηγάδι του πλήθους,
και ξαφνικά δεν θέλησα άλλους να υπάρχουν μαζί μου.
Ο ουρανός γέμιζε με σαιτιές που ρίχναμε ο ένας στον άλλο,
η Περσεφόνη ανέβηκε κατακόκκινη,
στάθηκε ανάμεσα μας,
θα μας...
χαλάσουν, σου είπα αυτοί, θα μας χαλάσουν.
Ο λαουτιέρης πιο πολύ κούρδιζε το νευρικό όργανο με νύχια μαύρα από τις τύψεις,
ο βιολιστής άφησε δάκρυα και γίνανε βελόνες, μπήκαν στο δοξάρι κι άρχισε να κλαίει σαν πουλάκι πένθιμο,
μπάλος ζήτησες τότε κι έγινε αλλοιώτικη η μουσική.
Κι άρχισε έρωτας.
Καθώς χορεύαμε μια φωτιά άρχισε να καίει τα πάντα γύρω μας,
τίποτε δεν ήταν απαραίτητο από αυτούς, μονάχα τα πόδια και τα μάτια μας.
Φλεγόμενοι οι μουσικοί μαζί με το αυτοσχέδιο πάλκο.
Αντίκρυ να χορεύουμε τώρα ο ένας στον άλλο κι ανάμεσα μας η φωτιά.
Εγώ πηδούσα σαν χορευτής πάνω στο ξυλινο πάτωμα κι εσύ σαν ακροβάτης που μέτραγε όλες μου τις κινήσεις.
ΚΟΙΤΑΖΕ ΜΕ, φώναζες,
κι εγώ αχόρταγα ρούφαγα τις ουσίες σου.
ΘΑ ΜΑΣ ΧΑΛΑΣΟΥΝ, φώναξα με μάτια κόκκινα σαν της Περσεφόνης.
Μα εσύ δεν νοιαζόσουνα για τον θάνατο,
έδινες ασταμάτητα εντολές στους οργανοπαίχτες, ήταν ημέρα Σάββατο.
Και καθώς πια η φωτιά υγρό πυρ έκαιγε τα σωθικά μας εμείς εκεί να χορεύουμε.
Χορεύαμε ως την αυγή που δεν ξεχνά τα ραντεβού της επιστροφής της.
Και στάχτες πια γίναμε στα χέρια των άλλων,
αυτοί δεν ήξεραν από φωτιές και μας σκορπίσανε στους ορίζοντες,
μια μπουκιά από αγάπη και φως όλα στάχτη..
http://press-gr.blogspot.com/2011/10/blog-post_08.html