Ανάμεσα στο πολλά που παράγουν οι πρωτόγνωρες κοινωνικές εξελίξεις είναι και κάποια πλαδαρά, άυλα σχήματα. Μια ανησυχούσα ελαφρότητα παίρνει τη θέση της ελαφρότητας χωρίς ευθύνη. Αφού όλοι ανησυχούμε, όλοι φοβόμαστε, ίσως το «όλοι» να είναι και η απάντηση. «Όλοι μαζί» για να σωθούμε.
Για τραγική ειρωνεία, αυτό το σλόγκαν της σωτηρίας ήταν το διαφημιστικό μότο μιας από τις τράπεζες, την εποχή που μας καλούσε «μαζί» να χρεωθούμε, αλλά όχι και «μαζί» να κερδίσουμε. Μια άλλη εταιρεία είχε για σλόγκαν της το «θέλω». Κάπως έτσι, στην αρχή οι λέξεις και μετά η ζωή μας έπαψαν να είναι μια ουσία κι έγιναν κάτι από διαφήμιση. Τα νοήματα έγιναν σποτάκια. Όλες οι ισχυρές έννοιες έχασαν το βάρος τους για να γίνουν προθέματα μιας καμπάνιας. Μέχρι που πιστέψαμε πως ζούμε σε διαφημιστική καμπάνια. Με ευτυχισμένες νοικοκυρές να πετάνε στον αέρα κουβάδες απ’ τη χαρά τους, κομψευόμενους τριαντάρηδες να φοράνε κουστούμι για ν’ αλείψουν μια φέτα Βιτάμ κι ευτυχισμένους σύγχρονους Τζον Μπόι να τρέχουν προς το λιβάδι στο οποίο δεν υπήρχε πια μικρό σπίτι, αλλά πολυκατοικία.
Και τώρα το «όλοι μαζί» πασχίζει να ξαναγίνει κοινωνική συμφωνία. Στις ομιλίες του πρωθυπουργού μπορείς να το μετρήσεις πάνω από δέκα φορές, ενώ στα γραπτά του Μίμη Ανδρουλάκη είναι το απαραίτητο συνοδευτικό του «πατριωτισμού». Ακόμη και στα μεσημεριανά των καναλιών, το «μαζί» εχει γίνει σαν τη σιλικόνη, κρέμεται από τα χείλια των παρουσιαστριών.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ιστορική απάτη από το «όλοι μαζί». Η ιστορία ποτέ δεν κινήθηκε με ατμομηχανή τους πάντες. Ναι, οι μάζες και το «μαζί» αποτέλεσαν την ιστορική οντότητα, το τρένο, αλλά ποτέ δεν κίνησαν την ιστορία, όπως μας αρέσει να πιστεύουμε. Αντιθέτως, η ιστορία κινήθηκε πάντα από τις αντιθέσεις και τις ανάγκες της. Όπως ακριβώς οι άνθρωποι.
Στην ιστορία του ελληνικού κράτους αυτό είναι ευδιάκριτο. Το 1821 δεν το έκαναν όλοι μαζί. Εκκλησία και κοτζαμπάσηδες ήταν απ’ έξω. Από το 1821 έως το 1824, στην Ελλάδα έγινε ένας αιματηρός εμφύλιος, τον οποίο κρύβουν τα σχολικά εγχειρίδια. Προκειμένου να χρηματοδοτηθεί, μάλιστα, αυτός ο εμφύλιος, πήραμε το πρώτο δάνειο ως ελληνικό κράτος, του οποίου τα αποτελέσματα βλέπουμε και σήμερα. Το 1940 την εποποιία του «έθνους» δεν την έγραψαν «όλοι». Όταν απελευθερώθηκε η Ελλάδα, πάλι δεν ήταν όλοι μαζί. Οι συνεργάτες των Γερμανών έγιναν επίσημες κυβερνήσεις και πολλοί απ’ αυτούς που τους πολέμησαν «ανθέλληνες». Τη χούντα, πάλι, δεν την πολέμησαν όλοι μαζί. Αν στην Ελλάδα υπήρχαν τόσοι αντιστασιακοί όσα τα μετάλλια που μοιράστηκαν, τότε θα ήμασταν σήμερα μια αξιοπρεπής χώρα. Και αν όλοι μαζί νοιαζόμασταν για το μέλλον μας, σήμερα θα είχαμε πραγματικά μέλλον. Άρα, μαζί δεν ήμασταν ποτέ.
Η απαίτηση για μια συσπείρωση που θα έχει όλα τα στοιχεία μιας συναισθηματικής ομογενοποίησης των πάντων, ενός πολιτικού αυγοτάραχου, που θα έλεγε και η Μαρίκα Μητσοτάκη, είναι μια οφθαλμαπάτη που θέλει να βλέπει για νερό την έρημο των ιδεών και των οραμάτων. Το «όλοι μαζί» έχει ειλικρίνεια κι ενιαίο σκοπό ίσως μόνο στα όργια. Στην κοινωνία και την πολιτική είναι γεμάτο σκοπιμότητες.
Όλοι μαζί για μια κυβέρνηση που θα κάνει ό,τι δεν έκανε ο καθένας χώρια; Όλοι μαζί, δηλαδή οι τραπεζίτες με τα θύματά τους; Αυτός που θέλει ν’ αλλάξει τα πάντα με αυτόν που δεν θέλει ν’ αλλάξει τίποτα; Τι είναι αυτό στο οποίο θα συμφωνήσουμε;
Πάρτε, για παράδειγμα, τον πατριωτισμό. Όλοι θεωρούν τον εαυτό τους αξιωματικά πατριώτη. Πόσο πατριώτης είναι αυτός που σηκώνει τη σημαία, αλλά δεν πληρώνει τον φόρο του, με το επιχείρημα έστω πως δεν πληρώνουν οι «μεγάλοι»; Πόσο πατριώτης είναι αυτός που διαμαρτύρεται πως ξεπουλιέται η ελληνική επικράτεια, όταν ο ίδιος έχει εγκαταλείψει την επικράτεια που του ανήκει: το χωράφι του;
Δεν μπορούμε να πάμε «όλοι μαζί». Μπορούμε και πρέπει ν’ ανακαλύψουμε ξανά τις συλλογικότητες. Να περάσουμε από τον ευδαιμονικό εγωκεντρισμό στην κοινωνική ευθύνη. Αλλά το ζητούμενο δεν είναι να πάμε όλοι μαζί. Ίσως είναι καιρός να πορευτούμε όλοι μόνοι μας και μέσα μας, ώσπου ν’ ανακαλύψουμε με ποιους πρέπει να πάμε. Και σίγουρα ποιους θ’ αφήσουμε.
Το «όλοι μαζί» είναι ένα συνθηματικό μόρφωμα που προσθέτει αυταπάτες, αφαιρεί ευθύνες, πολλαπλασιάζει τους κινδύνους και στο τέλος διαιρεί το πραγματικά «μαζί». Για να είμαστε μαζί πρέπει ο καθένας να είναι απέναντι στον εαυτό του και τις ευθύνες του. Να ξεκαθαρίσει τι είναι αυτό που θέλει και τι έχει πραγματικά αξία. Διαφορετικά, θα δημιουργήσει μια υποκριτική ομοψυχία παρελάσεων. Όπου όλοι θα είναι εθνικά υπερήφανοι με μία έννοια τσαρουχιού, οι παρελαύνουσες θα φοράνε μίνι και γόβες και τη σημαία, τελικώς, θα την κρατάει κάποιος Αλβανός που διαπρέπει.