Σαββατόβραδο του Νοεμβρίου με κρύο πια σχεδόν χειμωνιάτικο –μέχρι που φόρεσα και το μπουφάν μου το χοντρό για να πάω λίγο Βόρεια που ήμουνα καλεσμένος σε αγαπημένους φίλους.Πέρασα ωραία.Μίλησα πολύ.Με κανέναν δεν μίλησα για πολιτική,για μνημόνιο,για αδιέξοδα,για τραγωδίες,για το ευρώ και τη δραχμή,την Μέρκελ ή τον Σαρκοζί.Τι λέγαμε;
Και τι δε λέγαμε –ανάλογα το «πηγαδάκι».Οι οικοδεσπότες μας γιορτάζανε σαν ζευγάρι τα γενέθλια της οικοδέσποινας, του «Ασθενούς Φύλου» (τι έκφραση κι αυτή, ε; Αν οι γυναίκες είναι «ασθενείς», εμείς πρέπει να είμαστε εντελώς ράκη – για την εντατική κατ ευθείαν). Τραγουδήσαμε το Happy Birthday (στην Ελληνική βερσιόν), το τζάκι έκαιγε, φαγητό νόστιμο, ωραία μουσική, αυτό που λέμε καλά vibes, γέλια χαμόγελα, αγκαλιές ζεστές και όχι ψεύτικες –και δεν ήμασταν και «μεταξύ μας», ήμασταν άνθρωποι που οι περισσότεροι βρισκόμαστε, αν βρισκόμαστε ποτέ, μια φορά στα πέντε χρόνια.
Κι όμως. Όλοι πλησιάζαμε ο ένας τον άλλον και λέγαμε ένα αστείο, κάτι για το καινουργιοχτισμένο σπίτι που μας φιλοξενούσε, κάτι για το κατσικάκι που ήταν γλύκισμα – γιατί θέλαμε να «ξαναβρεθούμε», να μιλήσουμε ξανά σήμερα, μέσα Νοεμβρίου του 2011, να δούμε αν τα λόγια συνεχίζουνε να είναι τόσο κενά και ανόητα όσο κενά και ανόητα ήταν μέχρι πολύ πρόσφατα. Και δεν ήτανε. Το δοκίμασα, ενστικτωδώς, χωρίς να το έχω σκεφτεί, πολύ –και είναι σαφές, δεν ήταν λέξεις περιττές αυτές που προσπαθούσαμε να ανασύρουμε, ήταν ένα είδος επανεκκίνησης της σχέσης σε μια νέα εποχή –ακόμα και αν το κάναμε υποσυνείδητα, χωρίς να το σκεφτόμαστε όπως το καταγράφω τώρα.
«Χαίρομαι που σε βλέπω». Μια χιλιοειπωμένη κοινοτυπία που, κοίτα να δεις τώρα, ξαφνικά, αποκτά νόημα. Γιατί αν δεν χαίρομαι που σε βλέπω δεν έχω κανέναν λόγο να σου πω την ηλίθια αυτή φράση σαν καρυδότσουφλο ή σαν πουκάμισο αδειανό χωρίς Ελένη. Αλλά αν χαίρομαι; Αν χαίρομαι πραγματικά; Το εισπράττει ο άλλος, το διαβάζει στο βλέμμα σου, κουρδίζονται σε άλλο τόνο οι συχνότητες και τα χαμόγελα φωτίζονται. Όλα τα πηγαδάκια είχανε φωτεινά αστεράκια από πάνω τους και οι λέξεις που είπαμε (όπου τουλάχιστον ήμουν παρών) δεν ήταν μπουρμπουλήθρες. Ούτε πόζες, ούτε σαχλαμάρες, ούτε τίποτα παλιό. Ανακαινισμένα όλα –και ας μην ήτανε το πάρτυ «νεανικό» - τα παιδιά των φίλων μας που γιορτάζανε, σπουδάζουνε πια στα πανεπιστήμια.
Κυριακή 13 Νοεμβρίου, μια μέρα ανάσας. Όλοι καταλαβαίνουμε σιγά-σιγά τα λάθη και τις ανεπάρκειές μας και αυτό το «σιγά-σιγά» επιταχύνεται τις τελευταίες βδομάδες ραγδαία και ταχύτατα. Ψάχνουμε μέσα μας να βρούμε κρυμμένους θησαυρούς – και όσοι το προσπαθούν έχουν ήδη αρχίσει να το καταφέρνουν. «Ουκ επ’ άρτω ζήσεται άνθρωπος». (Ματθ. Δ4, Λουκ. Δ4). Όσο το πνεύμα δεν «πνεί» ματαιοπονούμε στα χρηματιστήρια και τα deals.Μόλις καθαρίσουμε λιγάκι μια γωνιά της ψυχής μας, ναρθεί να την χαϊδέψει αυτή η πνοή του σύμπαντος που μας περιλαμβάνει, η μέσα μας ζωή θα μάς ξαναδείξει τον δρόμο ξεκάθαρα.
Εγώ πάντως, σας το δηλώνω, το αποφάσισα : Στόχος μου είναι να γίνω 100% αληθινός και διάφανος για να μπορώ να ρουφάω αυτό το μέλι που μου επιστρέφεται όταν δεν παίρνω πόζες και δεν υποδύομαι ρόλους. Θα το κάνω με κάθε κόστος.
Γιατί ήδη ζούμε την νέα εποχή.
http://press-gr.blogspot.com/2011/11/be-yourself.html
Και τι δε λέγαμε –ανάλογα το «πηγαδάκι».Οι οικοδεσπότες μας γιορτάζανε σαν ζευγάρι τα γενέθλια της οικοδέσποινας, του «Ασθενούς Φύλου» (τι έκφραση κι αυτή, ε; Αν οι γυναίκες είναι «ασθενείς», εμείς πρέπει να είμαστε εντελώς ράκη – για την εντατική κατ ευθείαν). Τραγουδήσαμε το Happy Birthday (στην Ελληνική βερσιόν), το τζάκι έκαιγε, φαγητό νόστιμο, ωραία μουσική, αυτό που λέμε καλά vibes, γέλια χαμόγελα, αγκαλιές ζεστές και όχι ψεύτικες –και δεν ήμασταν και «μεταξύ μας», ήμασταν άνθρωποι που οι περισσότεροι βρισκόμαστε, αν βρισκόμαστε ποτέ, μια φορά στα πέντε χρόνια.
Κι όμως. Όλοι πλησιάζαμε ο ένας τον άλλον και λέγαμε ένα αστείο, κάτι για το καινουργιοχτισμένο σπίτι που μας φιλοξενούσε, κάτι για το κατσικάκι που ήταν γλύκισμα – γιατί θέλαμε να «ξαναβρεθούμε», να μιλήσουμε ξανά σήμερα, μέσα Νοεμβρίου του 2011, να δούμε αν τα λόγια συνεχίζουνε να είναι τόσο κενά και ανόητα όσο κενά και ανόητα ήταν μέχρι πολύ πρόσφατα. Και δεν ήτανε. Το δοκίμασα, ενστικτωδώς, χωρίς να το έχω σκεφτεί, πολύ –και είναι σαφές, δεν ήταν λέξεις περιττές αυτές που προσπαθούσαμε να ανασύρουμε, ήταν ένα είδος επανεκκίνησης της σχέσης σε μια νέα εποχή –ακόμα και αν το κάναμε υποσυνείδητα, χωρίς να το σκεφτόμαστε όπως το καταγράφω τώρα.
«Χαίρομαι που σε βλέπω». Μια χιλιοειπωμένη κοινοτυπία που, κοίτα να δεις τώρα, ξαφνικά, αποκτά νόημα. Γιατί αν δεν χαίρομαι που σε βλέπω δεν έχω κανέναν λόγο να σου πω την ηλίθια αυτή φράση σαν καρυδότσουφλο ή σαν πουκάμισο αδειανό χωρίς Ελένη. Αλλά αν χαίρομαι; Αν χαίρομαι πραγματικά; Το εισπράττει ο άλλος, το διαβάζει στο βλέμμα σου, κουρδίζονται σε άλλο τόνο οι συχνότητες και τα χαμόγελα φωτίζονται. Όλα τα πηγαδάκια είχανε φωτεινά αστεράκια από πάνω τους και οι λέξεις που είπαμε (όπου τουλάχιστον ήμουν παρών) δεν ήταν μπουρμπουλήθρες. Ούτε πόζες, ούτε σαχλαμάρες, ούτε τίποτα παλιό. Ανακαινισμένα όλα –και ας μην ήτανε το πάρτυ «νεανικό» - τα παιδιά των φίλων μας που γιορτάζανε, σπουδάζουνε πια στα πανεπιστήμια.
Κυριακή 13 Νοεμβρίου, μια μέρα ανάσας. Όλοι καταλαβαίνουμε σιγά-σιγά τα λάθη και τις ανεπάρκειές μας και αυτό το «σιγά-σιγά» επιταχύνεται τις τελευταίες βδομάδες ραγδαία και ταχύτατα. Ψάχνουμε μέσα μας να βρούμε κρυμμένους θησαυρούς – και όσοι το προσπαθούν έχουν ήδη αρχίσει να το καταφέρνουν. «Ουκ επ’ άρτω ζήσεται άνθρωπος». (Ματθ. Δ4, Λουκ. Δ4). Όσο το πνεύμα δεν «πνεί» ματαιοπονούμε στα χρηματιστήρια και τα deals.Μόλις καθαρίσουμε λιγάκι μια γωνιά της ψυχής μας, ναρθεί να την χαϊδέψει αυτή η πνοή του σύμπαντος που μας περιλαμβάνει, η μέσα μας ζωή θα μάς ξαναδείξει τον δρόμο ξεκάθαρα.
Εγώ πάντως, σας το δηλώνω, το αποφάσισα : Στόχος μου είναι να γίνω 100% αληθινός και διάφανος για να μπορώ να ρουφάω αυτό το μέλι που μου επιστρέφεται όταν δεν παίρνω πόζες και δεν υποδύομαι ρόλους. Θα το κάνω με κάθε κόστος.
Γιατί ήδη ζούμε την νέα εποχή.
http://press-gr.blogspot.com/2011/11/be-yourself.html