ΣΙΝΕΜΑ
ΟΙ
ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ ΤΟΥ ΤΕΝΤΕΝ: ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΤΟΥ ΜΟΝΟΚΕΡΟΥ
Περιπέτεια, φαντασία, απολύτως επιτυχημένη
ψηφιακή τεχνολογία, υπέροχη κίνηση, γρήγορος ρυθμός και σεβασμός σε ένα
από τους πιο αγαπητούς ώρες του ευρωπαϊκού κόμικ.
Ο Τεν Τεν είναι Βέλγος δημοσιογράφος, στην πραγματικότητα άφυλλος και χωρίς ηλικία που πέφτει πάνω στις πιο παράξενες αποστολές και γυρίζει όλο τον κόσμο. Συνοδεύεται πάντα από το φοξ τεριέ του, τον Μιλού και τον αθυρόστομο, αλκοολικό αλλά με χρυσή καρδιά Κάπτεν Χάντοκ.
Ο Τεν Τεν είναι Βέλγος δημοσιογράφος, στην πραγματικότητα άφυλλος και χωρίς ηλικία που πέφτει πάνω στις πιο παράξενες αποστολές και γυρίζει όλο τον κόσμο. Συνοδεύεται πάντα από το φοξ τεριέ του, τον Μιλού και τον αθυρόστομο, αλκοολικό αλλά με χρυσή καρδιά Κάπτεν Χάντοκ.
Δημιουργήθηκε το
1929 από τον Βέλγο σχεδιαστή Ερζέ (κατά κόσμο Ζορζ Ρεμί) μεταφράστηκε σε
60 γλώσσες, πούλησε 200 εκατομμύρια αντίτυπα και μεταφέρθηκε στο σινεμά
έξι φορές με ηθοποιούς, κινούμενα σχέδια και μαριονέτες.
Τώρα
ζωντανεύει και με την τεχνική του motion capture από τους δυο πιο
εμπορικούς σκηνοθέτες των ημερών μας.
Ο Στήβεν Σπίλμπεργκ και ο
Πίτερ Τζάκσον κατεβαίνουν μαζί με μια ιδιόμορφη συνσκηνοθεσία (μολονότι ο
πρώτος εμφανίζεται ως σκηνοθέτης και ο άλλος ως παραγωγός)
ισχυροποιώντας την μορφή του Τεν Τεν και βρίσκοντας την επαφή του με τον
Ιντιάνα Τζόουνς.
Χρησιμοποιώντας τον αφηγηματικό κορμό δυο
βιβλίων του Τεν Τεν («Το Μυστικό του Μονόκερου» και «Ο Κάβουρας με τις
Χρυσές Δαγκάνες») οι δημιουργοί χτίζουν μια εξαιρετική περιπέτεια
αγωνίας, καλοφτιαγμένων χαρακτήρων και αποτελεσματικής ψηφιακής
τεχνολογίας.
Ο Σπίλμπεργκ πάντως είδε για πρώτη φορά στη ζωή του
το όνομα του Τεν Τεν το 1981 σε μια γαλλική κριτική για τον «Ιντιάνα
Τζόουνς»- οι Αμερικανοί εξάλλου δεν φημίζονται για την αγάπη τους στο
ευρωπαϊκό κόμικ, αφού τα δικά τους είναι ιδιαιτέρως δημοφιλή και εντελώς
διαφορετικά- ενώ ο Νεοζηλανδός Τζάκσον ήταν φανατικός από παιδί.
Σε
κάθε περίπτωση βέβαια ο Ιντιάνα Τζόουνς μοιάζει ως απόγονός του κι έτσι
η κινηματογραφική περιπέτεια του Σπίλμπεργκ και του Τζάκσον είχε ένα
σημείο αναφοράς.
Οι δύο σκηνοθέτες κρατούν και σέβονται την ουσία
των χαρακτήρων, την ταχύτητα και τις χρονικές εναλλαγές των βιβλίων και
το ιδιότυπο και γοητευτικά παλιομοδίτικο ντεκουπάζ τους. Σε ολόκληρη την
ταινία ανακαλύπτεις συνεχώς τα μικρά μυστικά του Βέλγου κομίστα,
ξαναβλέπεις τις εμμονές του (αν είσαι φαν) ή μπαίνεις με φυσικότητα στον
κόσμο του (αν δεν έχεις ξεφυλλίσει ποτέ τα βιβλία του).
Κι αν
ξεπεράσεις την αμερικανοποίηση των ονομάτων (ο Μιλού ονομάζεται Snowy,
οι ντετέκτιβ Ντυπόν Τόμσον κ.α.) μπορείς να απολαύσεις μια διασκεδαστική
περιπέτεια με την ξεκάθαρη υπογραφή δυο δημιουργών που ξέρουν να
παρουσιάζουν τεράστιες εμπορικές μηχανές χωρίς να χάνουν την αθωότητα
και την ευαισθησία της ματιάς τους.
ΚΟΚΚΙΝΟ
Του
Τζον Λόγκαν. Σκηνοθεσία, μετάφραση: Σταμάτης Φασουλής, με τον ίδιο και
τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο. Σκηνικά: Μανώλης Παντελιδάκης. Κοστούμια:
Ντένη Βαχλιώτη.
ΘΕΑΤΡΟ «ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΡΝ» Αμερικής 10,
Κολωνάκι, τηλ.: 210.3612500.
Η επανάληψη της περσινής
επιτυχίας –σε τέτοιους καιρούς το ρίσκο αναδιπλώνεται- ισχυροποιεί τον
Σταμάτη Φασουλή ο οποίος αναδεικνύει σε θεατρική εμπειρία την μοναδική
λαϊκή του αμεσότητα.
Έχοντας μάλιστα μόλις ανεβάσει και την πρώτη
του όπερα («Το Ελιξίριο του Έρωτα» στη Λυρική Σκηνή) ο Φασουλής μοιάζει
ιδιαίτερα σίγουρος και ώριμος: αυτή η ιδιόμορφη- κι εντελώς δική του-
μίξη δράματος και δηλητηριώδους χιούμορ, αυτοσαρκασμού, εξωστρέφειας και
εγκεφαλικότητας, τέχνης και εμπορικότητας, βρίσκεται στο καλύτερό της
σημείο.
Το συγκεκριμένο έργο, το «Κόκκινου», υπογράφει ο, δυο
φορές υποψήφιος για Όσκαρ, σεναριογράφος του «Μονομάχου» και του
«Aviator» Τζον Λόγκαν, στις ταινίες του οποίου περιλαμβάνονται «Ο
Τελευταίος Σαμουράι» και ο «Sweeny Todd».
Ο τίτλος του έργου βρίσκεται σε μια καθοριστική ατάκα που λέει ο κεντρικός χαρακτήρας του, ο ζωγράφος Μαρ Ρόθκο: «υπάρχει μόνο ένα πράγμα που φοβάμαι στη ζωή, φίλε μου…ότι μια μέρα το μαύρο θα καταπιεί το κόκκινο».
Τα εκπληκτικά, κυρίως μεγάλου μεγέθους, ταμπλό του Ρόθκο που σπάνια έχουν περισσότερα από δυο χρώματα ζουν με την εφιαλτική τους επιτακτικότητα και φυλακίζουν το βλέμμα στο πιο σαγηνευτικό φορμαλιστικό αδιέξοδο της μεταπολεμικής ζωγραφικής.
Ο αληθινός Ρόθκο πάντως – που γεννήθηκε στην Λεττονία το 1903 από Εβραίους γονείς και αυτοκτόνησε 67 χρόνια αργότερα στη Νέα Υόρκη κόβοντας τις φλέβες του- δεν είναι ιδιαιτέρως παρών σ’ αυτό το έργο, που τοποθετείται τέλεια στο πλαίσιο των αμερικανικών απλοποιήσεων.
Ο τίτλος του έργου βρίσκεται σε μια καθοριστική ατάκα που λέει ο κεντρικός χαρακτήρας του, ο ζωγράφος Μαρ Ρόθκο: «υπάρχει μόνο ένα πράγμα που φοβάμαι στη ζωή, φίλε μου…ότι μια μέρα το μαύρο θα καταπιεί το κόκκινο».
Τα εκπληκτικά, κυρίως μεγάλου μεγέθους, ταμπλό του Ρόθκο που σπάνια έχουν περισσότερα από δυο χρώματα ζουν με την εφιαλτική τους επιτακτικότητα και φυλακίζουν το βλέμμα στο πιο σαγηνευτικό φορμαλιστικό αδιέξοδο της μεταπολεμικής ζωγραφικής.
Ο αληθινός Ρόθκο πάντως – που γεννήθηκε στην Λεττονία το 1903 από Εβραίους γονείς και αυτοκτόνησε 67 χρόνια αργότερα στη Νέα Υόρκη κόβοντας τις φλέβες του- δεν είναι ιδιαιτέρως παρών σ’ αυτό το έργο, που τοποθετείται τέλεια στο πλαίσιο των αμερικανικών απλοποιήσεων.
Σε
κάθε περίπτωση το λειτουργικό μοντέλο της, μάλλον χολιγουντιανού στυλ,
βιογραφίας –ή biopic στη γλώσσα του σινεμά- εξασφαλίζει ένα απολαυστικό
δίωρο ερμηνειών, ρυθμού και ζωντάνιας
ΣΤΑΥΡΟΣ
ΞΑΡΧΑΚΟΣ
10-13 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ – ΠΑΛΛΑΣ, Βουκουρεστίου 5,
τηλ.: 210 32 13 100.
Ήταν μόλις 24 ετών το 1963 όταν έγραψε
το “Άπονη Ζωή” και το “Φτωχολογιά” για την ταινία “Κόκκινα Φανάρια”
του Βασίλη Γεωργιάδη και συνέχισε με 20 ακόμη ταινίες ανάμεσά τους και
το “Ρεμπέτικο” (1983) με τους συγκλονιστικούς στίχους του Νίκου Γκάτσου.
Πολύ
νεότερος από τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι, αλλά ισάξιός τους σ’ αυτή
τη φοβερή δεκαετία του 60, ο Ξαρχάκος κατάφερε να αναδείξει την καθαρή
λαϊκότητα του ελληνικού τραγουδιού.
Τώρα, ακμαίος και
δημιουργικότατος τα 72 του, διευθύνει την 12μελή Κρατική Ορχήστρα
Ελληνικής Μουσικής, με έργα δικά του αλλά των Μίκη Θεοδωράκη και Μάνου
Χατζιδάκι σε ποίηση των Νίκου Γκάτσου, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, σε
μετάφραση Οδυσσέα Ελύτη, Νίκου Καζαντζάκη κ.ά. Ερμηνεύουν οι Νατάσσα
Μποφίλιου και Γιάννης Χαρούλης (10-11) και οι Έλλη Πασπαλά, Μανώλης
Λιδάκης και Ηρώ Σαΐα (12-13)