Μιλώντας για θηλασμό αναφερόμαστε στον αρχαιότερο τρόπο διατροφής
ενός βρέφους και θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε ως τη φυσική
συνέχεια της εγκυμοσύνης. Το μόνο που απαιτείται απο τη γυναίκα που
θέλει να θηλάσει, είναι ένας άθικτος μαστικός αδένας, η παρουσία και
λειτουργία των κατάλληλων φυσιολογικών μηχανισμών που επιτρέπουν την
επαρκή παραγωγή και έκκριση γάλακτος, καθώς και μια σωστή και ισορροπημένη διατροφή.
Το μητρικό γάλα αντιπροσωπεύει την πιο πλήρη και ισορροπημένη τροφή για το νεογνό, καθώς καλύπτει όλες τις απαιτήσεις του και μπορεί εύκολα να το χωνέψει. Άλλωστε, είναι πλούσιο σε αντισώματα, πρωτεΐνικές δηλζδή ουίες, που ειναι ικανές να βοηθούν τον οργανισμό του νεογνού να αντιστέκεται στις λοιμώξεις.
Πράγματι, το νεογνό που τρέφεται με μητρικό γάλα, αντιδρά πολυ καλύτερα στις μολυσματικές ασθένειες απο το νεογνό που τρέφεται με τεχνητό γάλα. Ειδικότερα, το πρώτο γάλα(πύαρ) που εκκρίνεται απο το μαστό αμέσως μετά τον τοκετό και εκρέει για περίπου 3 ημέρες, αποτελεί πολύτιμη τροφή και είναι πλούσιο σε βιταμίνη Α και C. Η περιεκτικότητά του σε πρωτεΐνη είναι υψηλότερη σε σχέση με το ώριμο γάλα, ενώ οι υδατάνθρακες και το λίπος βρίσκονται σε χαμηλότερες αναλογίες στο πυαρ.
Εν, συνεχεία το ώριμο γάλα που εκκρίνεται μετά την 3η εβδομάδα, περιέχει πολυ μικρότερο ποσοστό πρωτεΐνης, ενώ ιδιαίτερα σημαντική είναι η μεγάλη περιεκτικότητα σε ταυρίνη, ένα αμινοξύ απαραίτητο για την ανάπτυξη του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος. Το λίπος στο ώριμο μητρικό γάλα αυξάνει με την πάροδο της γαλουχίας. Γενικά το γάλα της μητέρας είναι πλούσιο σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα. Η σύσταση σε βιταμίνες επηρεάζεται απο τη διατροφική κατάσταση της μητέρας και την καθημερινή πρόσληψη.
Τα μέταλλα και τα ιχνοστοιχεία βρίσκονται σε αναλογία και σε μορφή που ευνοεί την απορρόφησή τους και εξασφαλίζει τη φυσιολογική ανάπτυξη του βρέφους.
Επίδραση της διατροφής της μητέρας στη σύσταση του γάλακτος
Η διαδικασία του θηλασμού είναι διατροφικά απαιτητική, κυρίως για τις γυναίκες που θηλάζουν τα βρέφη τους αποκλειστικά για κάποιο χρονικό διάστημα. Οι ενεργειακές απαιτήσεις της μητέρας αυξάνονται κατά 500 θερμίδες ημερησίως, ενώ η αύξηση των περισσότερων μικρο- και μακροθρεπτικών συστατικών συνιστάται κατά τη διάρκεια του θηλασμού, με βασικότερα, την πρόσληψη πρωτεϊνών, βιταμίνης Α, φυλικού οξέος, σιδήρου, ασβεστίου και ψευδαργύρου.
Δεν είναι απαραίτητο να προστεθούν μεγάλες ποσότητες γάλατος στην ημερήσια πρόσληψη της θηλάζουσας. Μάλλον, πρωταρχική επίδραση της ποσότητας του γάλακτος αποτελεί η συχνότητα του θηλασμού, δηλ. το πόσο συχνά θηλάζει η μητέρα το βρέφος της.
Η σύσταση και ο όγκος του μητρικού γάλακτος αλλάζει προοδευτικά όσο διαρκεί η γαλουχία και επηρεάζεται σημαντικά από τη θρεπτική κατάσταση της μητέρας και τις διατροφικές της συνήθειες, όσο και από την ημερήσια πρόσληψη θερμίδων και θρεπτικών συστατικών. Για παράδειγμα, η σύνθεση των λιπαρών οξέων του μητρικού γάλακτος εκφράζει τη διαιτητική της πρόσληψη. Επιπρόσθετα, τα επίπεδα σε σελήνιο, ιώδιο και μερικών από τις υδατοδιαλυτές βιταμίνες στο γάλα, μπορεί να είναι μειωμένα αν η διαιτητική πρόσληψη της μητέρας είναι μειωμένη. Τα υπόλοιπα συστατικά φαίνεται να είναι σε σταθερά επίπεδα, ανεξάρτητα από τη διατροφή της μητέρας. Μια μελέτη, ωστόσο δείχνει ότι σημαντικές πρωτεΐνες που περιέχονται στο μητρικό γάλα μπορούν να εκκριθούν σε μειωμένα επίπεδα εάν η μητέρα υποσιτίζεται.
Διαφορές στη δίαιτα της μητέρας επιδρούν στον ολικό όγκο και τη συγκέντρωση του γάλατος που εκκρίνεται, όχι όμως και στην ποιοτική σύσταση. Έτσι όταν μία μητέρα διατρέφεται φτωχά, ο όγκος του εκκρινόμενου γάλατος μειώνεται, αλλά τα ποσοστά των πρωτεϊνών και υδατανθράκων επηρεάζονται ελάχιστα. Η σύνθεση όμως του λίπους στο μητρικό γάλα ποικίλλει ανάλογα με τη διατροφή της μητέρας. Το προφίλ των λιπαρών οξέων του μητρικού γάλακτος μπορεί να αλλάξει σημαντικά ανάλογα με την ενεργειακή πρόσληψη και σύνθεση των λιπαρών οξέων του διαιτητικού λίπους που λαμβάνει η μητέρα όταν θηλάζει. Έτσι έρευνες έχουν δείξει οτι:
Θηλάζουσες γυναίκες που ακολούθησαν διατροφή πλούσια σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (pufa),όπως καλαμποκέλαιο και σπορέλαιο, παρήγαγαν γάλα πλούσιο σε pufa.
Τα κορεσμένα λιπαρά οξέα (sfa), τα μονοακόρεστα (mufa), το λινελαϊκό(C18:2n-6) και τα μακράς αλύσου LC-Pufa n-3 εξαρτώνται μέχρι ένα βαθμό από τη διατροφή της μητέρας, ενώ τα μακράς αλύσου LC-Pufa n-6 δεν επηρεάζονται σχεδόν καθόλου.
Η πρόσληψη συμπληρωμάτων ιχθυελαίων απο τη θηλάζουσα προκαλεί αλλαγές στη συγκέντρωση των ω-3 λιπαρών οξέων στο γάλα τους.
Τα απαραίτητα λιπαρά οξέα λινελαϊκό (LA) και α-λινολενικό (ALA), πιθανότατα προέρχονται από τη διατροφή της μητέρας, δεδομένου ότι τα οξέα αυτά δεν συντίθενται de novo στον ανθρώπινο οργανισμό.
Το περιεχόμενο του γάλακτος σε εικοσαπεντανοϊκό οξύ (EPA) και δοκοσαεξαενοϊκό οξύ (DHA) μπορεί να αυξηθεί με την κατανάλωση λίπους ψαριών όπως, το σκουμπρί και ο σολομός, ή με συμπληρώματα ιχθυελαίων.
Το περιεχόμενο του μητρικού γάλακτος σε trans- λιπαρά οξέα απεικονίζει τη διατροφή της μητέρας από την πρόσληψη αυτών.
Τα trans-ισομερή λιπαρά οξέα όπως το ελαϊδικό οξύ (18:1t) προέρχονται καθαρά από τη διατροφή, συνήθως από τα μερικώς υδρογονωμένα λίπη των τροφίμων και τα έλαια, π.χ. μαργαρίνη.
Γενικά γυναίκες που ακολουθούν δίαιτες χαμηλές σε λίπος, παράγουν γάλα χαμηλό σε λίπος.
Μια σημαντική αύξηση στις συνολικές θερμίδες από πρόσληψη υδατανθράκων μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της περιεκτικότητας του λαυρικού και του μυριστικού οξέος του γάλακτος.
Η διατροφή της μητέρας δεν έχει καμία αξιόλογη επίδραση στη χοληστερόλη του γάλακτος ωστόσο, μια πτώση στα επίπεδα χοληστερόλης του πλάσματος του βρέφους συνδέεται με αύξηση στη συγκέντρωση του λινελαϊκού οξέος του γάλακτος.
Σημαντικό επίσης να αναφέρουμε ότι η θηλάζουσα θα πρέπει να είναι προσεκτική στις επιλογές των τροφίμων που καταλώνει, λαμβάνοντας υπ’ οψιν οτι κάποιες απο αυτές μπορεί να προσδώσουν στο γάλα μια δυσάρεστη γεύση, με αποτέλεσμα το νεογνό να απορρίψει το μητρικό μαστό. Πρόκειται για τρόφιμα ,όπως το σκόρδο, το κρεμμύδι, το λάχανο, τα σπαράγγια, το κουνουπίδι κ.ά., ενώ κάποιες άλλες πάλι μπορεί να αποδειχθούν δηλητηριώδεις για το παιδί όπως τα μαλάκια, τα οστρακόδερμα, τα αλλαντικά, το διατηρημένο κρέας ή το κυνήγι.
Έτσι, λοιπόν η θηλάζουσα θα πρέπει να ακολουθεί μια σωστή και ισορροπημένη διατροφή και οι τροφές της να είναι οσο το δυνατόν φρεσκότερες και να μην έχουν έντονες οσμές. Τέλος θα πρέπει να αποφεύγει τα οινοπνευματώδη, το κάπνισμα και τη χρήση κάθε είδους φαρμάκου, που μπορεί να προκαλέσει διαταραχές στο βρέφος.
Το μητρικό γάλα αντιπροσωπεύει την πιο πλήρη και ισορροπημένη τροφή για το νεογνό, καθώς καλύπτει όλες τις απαιτήσεις του και μπορεί εύκολα να το χωνέψει. Άλλωστε, είναι πλούσιο σε αντισώματα, πρωτεΐνικές δηλζδή ουίες, που ειναι ικανές να βοηθούν τον οργανισμό του νεογνού να αντιστέκεται στις λοιμώξεις.
Πράγματι, το νεογνό που τρέφεται με μητρικό γάλα, αντιδρά πολυ καλύτερα στις μολυσματικές ασθένειες απο το νεογνό που τρέφεται με τεχνητό γάλα. Ειδικότερα, το πρώτο γάλα(πύαρ) που εκκρίνεται απο το μαστό αμέσως μετά τον τοκετό και εκρέει για περίπου 3 ημέρες, αποτελεί πολύτιμη τροφή και είναι πλούσιο σε βιταμίνη Α και C. Η περιεκτικότητά του σε πρωτεΐνη είναι υψηλότερη σε σχέση με το ώριμο γάλα, ενώ οι υδατάνθρακες και το λίπος βρίσκονται σε χαμηλότερες αναλογίες στο πυαρ.
Εν, συνεχεία το ώριμο γάλα που εκκρίνεται μετά την 3η εβδομάδα, περιέχει πολυ μικρότερο ποσοστό πρωτεΐνης, ενώ ιδιαίτερα σημαντική είναι η μεγάλη περιεκτικότητα σε ταυρίνη, ένα αμινοξύ απαραίτητο για την ανάπτυξη του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος. Το λίπος στο ώριμο μητρικό γάλα αυξάνει με την πάροδο της γαλουχίας. Γενικά το γάλα της μητέρας είναι πλούσιο σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα. Η σύσταση σε βιταμίνες επηρεάζεται απο τη διατροφική κατάσταση της μητέρας και την καθημερινή πρόσληψη.
Τα μέταλλα και τα ιχνοστοιχεία βρίσκονται σε αναλογία και σε μορφή που ευνοεί την απορρόφησή τους και εξασφαλίζει τη φυσιολογική ανάπτυξη του βρέφους.
Επίδραση της διατροφής της μητέρας στη σύσταση του γάλακτος
Η διαδικασία του θηλασμού είναι διατροφικά απαιτητική, κυρίως για τις γυναίκες που θηλάζουν τα βρέφη τους αποκλειστικά για κάποιο χρονικό διάστημα. Οι ενεργειακές απαιτήσεις της μητέρας αυξάνονται κατά 500 θερμίδες ημερησίως, ενώ η αύξηση των περισσότερων μικρο- και μακροθρεπτικών συστατικών συνιστάται κατά τη διάρκεια του θηλασμού, με βασικότερα, την πρόσληψη πρωτεϊνών, βιταμίνης Α, φυλικού οξέος, σιδήρου, ασβεστίου και ψευδαργύρου.
Δεν είναι απαραίτητο να προστεθούν μεγάλες ποσότητες γάλατος στην ημερήσια πρόσληψη της θηλάζουσας. Μάλλον, πρωταρχική επίδραση της ποσότητας του γάλακτος αποτελεί η συχνότητα του θηλασμού, δηλ. το πόσο συχνά θηλάζει η μητέρα το βρέφος της.
Η σύσταση και ο όγκος του μητρικού γάλακτος αλλάζει προοδευτικά όσο διαρκεί η γαλουχία και επηρεάζεται σημαντικά από τη θρεπτική κατάσταση της μητέρας και τις διατροφικές της συνήθειες, όσο και από την ημερήσια πρόσληψη θερμίδων και θρεπτικών συστατικών. Για παράδειγμα, η σύνθεση των λιπαρών οξέων του μητρικού γάλακτος εκφράζει τη διαιτητική της πρόσληψη. Επιπρόσθετα, τα επίπεδα σε σελήνιο, ιώδιο και μερικών από τις υδατοδιαλυτές βιταμίνες στο γάλα, μπορεί να είναι μειωμένα αν η διαιτητική πρόσληψη της μητέρας είναι μειωμένη. Τα υπόλοιπα συστατικά φαίνεται να είναι σε σταθερά επίπεδα, ανεξάρτητα από τη διατροφή της μητέρας. Μια μελέτη, ωστόσο δείχνει ότι σημαντικές πρωτεΐνες που περιέχονται στο μητρικό γάλα μπορούν να εκκριθούν σε μειωμένα επίπεδα εάν η μητέρα υποσιτίζεται.
Διαφορές στη δίαιτα της μητέρας επιδρούν στον ολικό όγκο και τη συγκέντρωση του γάλατος που εκκρίνεται, όχι όμως και στην ποιοτική σύσταση. Έτσι όταν μία μητέρα διατρέφεται φτωχά, ο όγκος του εκκρινόμενου γάλατος μειώνεται, αλλά τα ποσοστά των πρωτεϊνών και υδατανθράκων επηρεάζονται ελάχιστα. Η σύνθεση όμως του λίπους στο μητρικό γάλα ποικίλλει ανάλογα με τη διατροφή της μητέρας. Το προφίλ των λιπαρών οξέων του μητρικού γάλακτος μπορεί να αλλάξει σημαντικά ανάλογα με την ενεργειακή πρόσληψη και σύνθεση των λιπαρών οξέων του διαιτητικού λίπους που λαμβάνει η μητέρα όταν θηλάζει. Έτσι έρευνες έχουν δείξει οτι:
Θηλάζουσες γυναίκες που ακολούθησαν διατροφή πλούσια σε πολυακόρεστα λιπαρά οξέα (pufa),όπως καλαμποκέλαιο και σπορέλαιο, παρήγαγαν γάλα πλούσιο σε pufa.
Τα κορεσμένα λιπαρά οξέα (sfa), τα μονοακόρεστα (mufa), το λινελαϊκό(C18:2n-6) και τα μακράς αλύσου LC-Pufa n-3 εξαρτώνται μέχρι ένα βαθμό από τη διατροφή της μητέρας, ενώ τα μακράς αλύσου LC-Pufa n-6 δεν επηρεάζονται σχεδόν καθόλου.
Η πρόσληψη συμπληρωμάτων ιχθυελαίων απο τη θηλάζουσα προκαλεί αλλαγές στη συγκέντρωση των ω-3 λιπαρών οξέων στο γάλα τους.
Τα απαραίτητα λιπαρά οξέα λινελαϊκό (LA) και α-λινολενικό (ALA), πιθανότατα προέρχονται από τη διατροφή της μητέρας, δεδομένου ότι τα οξέα αυτά δεν συντίθενται de novo στον ανθρώπινο οργανισμό.
Το περιεχόμενο του γάλακτος σε εικοσαπεντανοϊκό οξύ (EPA) και δοκοσαεξαενοϊκό οξύ (DHA) μπορεί να αυξηθεί με την κατανάλωση λίπους ψαριών όπως, το σκουμπρί και ο σολομός, ή με συμπληρώματα ιχθυελαίων.
Το περιεχόμενο του μητρικού γάλακτος σε trans- λιπαρά οξέα απεικονίζει τη διατροφή της μητέρας από την πρόσληψη αυτών.
Τα trans-ισομερή λιπαρά οξέα όπως το ελαϊδικό οξύ (18:1t) προέρχονται καθαρά από τη διατροφή, συνήθως από τα μερικώς υδρογονωμένα λίπη των τροφίμων και τα έλαια, π.χ. μαργαρίνη.
Γενικά γυναίκες που ακολουθούν δίαιτες χαμηλές σε λίπος, παράγουν γάλα χαμηλό σε λίπος.
Μια σημαντική αύξηση στις συνολικές θερμίδες από πρόσληψη υδατανθράκων μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση της περιεκτικότητας του λαυρικού και του μυριστικού οξέος του γάλακτος.
Η διατροφή της μητέρας δεν έχει καμία αξιόλογη επίδραση στη χοληστερόλη του γάλακτος ωστόσο, μια πτώση στα επίπεδα χοληστερόλης του πλάσματος του βρέφους συνδέεται με αύξηση στη συγκέντρωση του λινελαϊκού οξέος του γάλακτος.
Σημαντικό επίσης να αναφέρουμε ότι η θηλάζουσα θα πρέπει να είναι προσεκτική στις επιλογές των τροφίμων που καταλώνει, λαμβάνοντας υπ’ οψιν οτι κάποιες απο αυτές μπορεί να προσδώσουν στο γάλα μια δυσάρεστη γεύση, με αποτέλεσμα το νεογνό να απορρίψει το μητρικό μαστό. Πρόκειται για τρόφιμα ,όπως το σκόρδο, το κρεμμύδι, το λάχανο, τα σπαράγγια, το κουνουπίδι κ.ά., ενώ κάποιες άλλες πάλι μπορεί να αποδειχθούν δηλητηριώδεις για το παιδί όπως τα μαλάκια, τα οστρακόδερμα, τα αλλαντικά, το διατηρημένο κρέας ή το κυνήγι.
Έτσι, λοιπόν η θηλάζουσα θα πρέπει να ακολουθεί μια σωστή και ισορροπημένη διατροφή και οι τροφές της να είναι οσο το δυνατόν φρεσκότερες και να μην έχουν έντονες οσμές. Τέλος θα πρέπει να αποφεύγει τα οινοπνευματώδη, το κάπνισμα και τη χρήση κάθε είδους φαρμάκου, που μπορεί να προκαλέσει διαταραχές στο βρέφος.