«Εδώ στον άρρωστο καιρό παρατηρώ/το μαύρο στίγμα των
προγραμμένων/κλεισμένος στις λέξεις μου.»Λευτέρης Πούλιος, Αντί
της Σιωπής.
Σε αυτό το σούπερ μάρκετ πληρώνεις τη σακούλα για
να βάλεις τα ψώνια σου.
Αν είσαι τυχερός, όμως, βρίσκεις καρότσι
ξεκλείδωτο κι έτσι δεν χρειάζεται να βάλεις το 1 ευρώ στη σχισμή για να
το ξεκολλήσεις από το μπροστινό του.
Σπάνια θα δεις παιδιά. Δεν
είναι μέρος για παιδιά εδώ μέσα. Τι να λαχταρήσει ένα παιδί από είδη
πρώτης ανάγκης; Τα κατεψυγμένα κοτόπουλα, τα κουζινόχαρτα, τα πλαστικά
μπουκάλια με λάδι «που έχει υποστεί επεξεργασία εξαγνισμού και έχει
παραχθεί απευθείας από ελιές»; Κεφαλαιώδης πληροφορία στη χώρα της
ελιάς.
Σε αυτό το σούπερμαρκετ γερμανικών συμφερόντων, η Γερμανία
χλωμή μητέρα, δεν έχει να προσφέρει στα παιδιά της λιχουδιές. Ακόμα και
οι σοκολάτες έχουν ονόματα πικρά, με ένα φωνήεν να παλεύει να ενώσει
σύμφωνα δύσκολα, σχεδόν εχθρικά.
Οι διάδρομοι, όταν υπάρχουν, δεν
διαχωρίζονται από ψηλά τείχη. Δεν υπάρχουν ποικιλίες στο ίδιο είδος για
να χρειάζονται πολλά ράφια που θα τις χωρέσουν. Μάρκα και είδος ένα. Επιλογή
μονόδρομος. Οι πειρασμοί ανύπαρκτοι. Αν σου αρέσει. Άρα, και
οι επεξηγηματικές ταμπέλες που σε οδηγούν από τα ζυμαρικά στα όσπρια και
από τα φρούτα στα καθαριστικά περισσεύουν. Στη θέση τους υπάρχουν
τεράστιες επικεφαλίδες: ΦΟΡΟΣ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗΣ – ΕΤΑΚ – ΦΟΡΟΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ –
ΤΕΛΟΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ -ΤΕΛΟΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ – ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΙΣΦΟΡΑ – ΦΠΑ.
Πόσο ρύζι χύμα παίρνει ο λογαριασμός της ΔΕΗ σε χωνάκι;
Στα
ψυγεία, παγώνει το αίμα σου. Πάνω από τα γιαούρτια γράφει ΘΥΜΟΣ. Πάνω
από τα αλλαντικά ΛΑΧΤΑΡΑ. Πάνω από τα τυριά ΦΟΒΟΣ. Πάνω από τα γάλατα
ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ.
Αυτό το σούπερ μάρκετ δεν είναι όπως τα άλλα. Εδώ
δεν χωράνε αυταπάτες. Η πραγματικότητα φοράει αυτό ακριβώς που
είναι: Μπουφάν από τα κινέζικα, κολάν προπέρσινα, πουλόβερ συνθετικά.
Και πληρώνει με τσαλακωμένο χαρτονόμισμα και πολλά ψιλά.
Αθήνα
μου, σε πόσα ρεπορτάζ να σε χωρέσω; Ελλάδα μου, πόσα ασπρόμαυρα
Χριστούγεννα σε περιμένουν;