Θα θυμάστε φαντάζομαι
ένα κάπως ανόητο,
αλλά συχνά
διασκεδαστικό
παιχνιδάκι που παίζαμε παιδιά: το σπασμένο τηλέφωνο.
Κάθονταν τα παιδιά συνήθως σε κύκλο και ξεκινούσε το πρώτο ψιθυρίζοντας μια λέξη στο αυτί του διπλανού του, ο οποίος με τη σειρά του την...
ψιθύριζε στον επόμενο. Η διαδικασία συνεχιζόταν μέχρι το τελευταίο παιδί, που έλεγε φωναχτά τη λέξη που είχε ακούσει και η οποία συνήθως διέφερε αρκετά από την αρχική έχοντας παραφθαρεί στην πορεία, συχνά με αρκετά αστείο τρόπο. Μια εξίσου ανόητη, πολιτικά ιδιοτελή, και πάντως καθόλου διασκεδαστική εκδοχή του παιχνιδιού αυτού, φαίνεται πως παίζουν οι πρωταγωνιστές της θεατρικής παράστασης «Διαπραγμάτευση με την Τρόικα», που έχει ανέβει εδώ και δύο χρόνια στην κεντρική πολιτική σκηνή, με πολυμελή και ανανεούμενο θίασο (απαρτιζόμενο από ηθοποιούς «σοβαρού» ρεπερτορίου, τραγωδούς, καρατερίστες, κωμικούς, ακροβάτες-ειδικούς στις θεαματικές κυβισθήσεις ή κωλοτούμπες κατά το κοινώς λεγόμενο) και που φθάνει αυτές τις ημέρες στην κορύφωση της.
Στις υποτιθέμενες διαπραγματεύσεις με την Τρόικα εν’όψει της υπογραφής νέας δανειακής σύμβασης και νέου μνημονίου ουδείς διατυπώνει καθαρά τις θέσεις του, τις επιδιώξεις του, το σχέδιο του.
Η ελληνική πλευρά, με το σύνθετο και δυσλειτουργικό της σχήμα (πρωθυπουργός «τεχνοκράτης»-τραπεζίτης, πολιτικοί αρχηγοί απερχόμενοι και επερχόμενοι, υπουργοί διαβασμένοι και αδιάβαστοι) υποδύεται ότι αγωνίζεται για μια λιγότερο επαχθή για τη χώρα και ισοπεδωτική για το βιοτικό επίπεδο των πολιτών συμφωνία.
Ουδείς ξεκαθαρίζει τις προτεραιότητες και τις ιεραρχήσεις του, ουδείς εξηγεί στους πολίτες τις στοχεύσεις του, ουδείς θέτει όρια. Διαρρέουν μέσω «κύκλων» και δημοσιογράφων ανοησίες περί υποτιθέμενων «κόκκινων γραμμών», των οποίων η αξία και η σημασία, από τη στιγμή που δεν διακηρύσσονται επίσημα και δημόσια, δεν είναι μεγαλύτερη από αυτή του απλού κουτσομπολιού. Αυτό είναι άλλωστε το βασικό χαρακτηριστικό του κουτσομπολιού: δεν αναλαμβάνει κανείς την ευθύνη για τα λεγόμενα του, όλα διαχέονται και κυκλοφορούν.
Η εικόνα εμφανίζεται όμοια και απαράλλαχτη δύο χρόνια τώρα: οι τροϊκανοί εμφανίζονται να απαιτούν συνεχώς «νέα μέτρα», και πάντως την υλοποίηση των συμφωνηθέντων και υπογραφέντων και οι «δικοί μας» να συναινούν απρόθυμα, «με το πιστόλι στον κρόταφο» και ακολούθως να καθυστερούν και να τορπιλίζουν «αντιστεκόμενοι» την υλοποίηση των συμφωνηθέντων.
Αυτό, που δε γίνεται ποτέ σαφές, ήταν τι αντιπρότειναν, ποιο σχέδιο εξόδου από την κρίση εκπόνησαν και παρουσίασαν. Δεν είναι μόνο πολιτική ανικανότητα, είναι και (κυρίως) πολιτική κουτοπονηριά αυτοσυντήρησης: «δεν φταίω εγώ, μου τα επέβαλαν οι κακοί ξένοι». Τώρα, αν συμφωνώ ή διαφωνώ, τι προτείνω, το αφήνω σκοπίμως ανοιχτό και νεφελώδες για να κάνω και τον «αντιστασιακό» εκ των υστέρων αν χρειασθεί.
Η κατάσταση έγινε δε, ακόμη πιο περίπλοκη και κωμικοτραγική, μετά το σχηματισμό της παρούσης κυβέρνησης. Ο πρωθυπουργός ξεκαθάρισε από την αρχή, ότι δεν είναι ...πολιτικός (δηλαδή;) και δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, αν διαπραγματεύεται κυρίως με τους πιστωτές υπερασπιζόμενος τα εθνικά συμφέροντα ή κυρίως με τους πολιτικούς αρχηγούς για να αποδεχθούν τα κελεύσματα των πιστωτών, οι αρχηγοί των κομμάτων, που συμμετέχουν στην κυβέρνηση, συναγωνίζονται με το μυαλό στις εκλογές, ποιος θα υποδυθεί τον πιο υπερήφανο εθνικά, ο ένας ανακάλυψε ότι ..τον πολεμούν οι τραπεζίτες και τα εκδοτικά συμφέροντα (έχει και το χιούμορ... τα όρια του), οι άλλοι δύο διαγκωνίζονται, ποιος δεν θα υπογράψει αυτά που δεσμεύεται πάντως να τηρήσει, για να έχουν πρόσωπο στο ακροατήριο της «πατριωτικής δεξιάς», και οι βουλευτές των κομμάτων τους, βλέποντας το πολιτικό τους αφανισμό επί θύραις, έχουν «απασφαλίσει» και λαϊκίζουν ασύστολα στο κοινοβούλιο και τα «παράθυρα».
Και όλοι αυτοί προσπαθούν να μας πείσουν ότι... διαπραγματεύονται. Μάλιστα. Ποια είναι λοιπόν η θέση της ελληνικής πλευράς για το δίκαιο στο οποίο θα υπάγονται τα νέα ομόλογα; Την διατύπωσε ποτέ ξεκάθαρα και απερίφραστα, και ποιος;
Είναι το θέμα μείζονος σημασίας ή όχι; Τι πιστεύει επ’αυτού ο τεχνοκράτης του χρηματοπιστωτικού συστήματος πρωθυπουργός και τι οι αρχηγοί και οι υπουργοί υποψήφιοι πρωθυπουργοί; Έχουν άποψη και αν ναι γιατί δεν μας τη λένε;
Ακούω ήδη το σοβαροφανή αντίλογο: «Σε μια δύσκολη και λεπτή διαπραγμάτευση δεν ανοίγεις δημοσίως τα χαρτιά σου». Συγχωρήστε με, αλλά αυτά είναι...τρίχες, τρίχες κατσαρές μάλιστα.
Αν είσαι ηγέτης, ή πιστεύεις ότι ο δρόμος του νέου μνημονίου είναι, αν και δύσβατος και κακοτράχαλος, η σωστή επιλογή για τη χώρα και προσπαθείς να πείσεις τους πολίτες πέφτοντας αν χρειασθεί μαχόμενος γι’αυτό που πιστεύεις, ή πιστεύεις ότι ο δρόμος αυτός οδηγεί τη χώρα σε αδιέξοδο και αντιτίθεσαι σθεναρά.
Και στις δύο περιπτώσεις χρειάζεσαι τους πολίτες πλάι σου. Πουθενά και ποτέ ο λαός δεν συμπαρατάσσεται με κάποιον που δεν καθιστά σαφές τι πιστεύει και γιατί αγωνίζεται. Αν πραγματικά η πολιτική τάξη διαπραγματεύονταν, θα χρησιμοποιούσε αποφασιστικά τα μόνα διαθέσιμα όπλα: το γεγονός ότι η Ελλάδα αποτελεί συστημικό κίνδυνο για το ευρωπαϊκό και όχι μόνο οικονομικό οικοδόμημα και κυρίως την ενότητα και τη μαχητική διάθεση του λαού της.
Ποια «ενότητα και μαχητική διάθεση», θα μου πείτε, και δυστυχώς θα συμφωνήσω. Μιλάμε όμως, για μια κοινωνία που (με όλες τις ευθύνες και τις παθογένειες της) βρέθηκε από «το λεφτά υπάρχουν», στο χείλος του γκρεμού και στη βίαιη-μαζική φτωχοποίηση των μεσοστρωμάτων, της ραχοκοκκκαλιάς της δηλαδή, με ασύλληπτη ταχύτητα, υφιστάμενη και ένα διαρκή επικοινωνιακό βομβαρδισμό τρομολαγνείας, ενοχοποίησης και απαξίωσης.
Η δε πολιτική της «ηγεσία», αντί να προσπαθήσει να σταθεί στο πλευρό της, να την εμπνεύσει να την ενθαρρύνει να την κινητροδοτήσει, βολεύθηκε στην πολιτικά κοντόφθαλμη και εν τέλει διαλυτική λογική του κοινωνικού αυτοματισμού.
Επίσης, συχνά διαφεύγει της προσοχής μας, ότι το «σπασμένο τηλέφωνο» της παράστασης «Διαπραγμάτευση με την Τρόικα», το παίζουν και οι τροϊκανοί. Μετά την περσινή εκείνη συνέντευξη τύπου, όπου είχαν αναγγείλει την εκποίηση των περουσιακών στοιχείων του ελληνικού δημοσίου μέχρι του ποσού των 50 δις, που προκάλεσε την κωμικά «εθνικά υπερήφανη» έκρηξη του τότε κυβερνητικού εκπροσώπου, που απαίτησε να μη δίνουν οι διάφοροι Τόμσεν, Μαζούχ και σία, συνεντεύξεις τύπου επί ελληνικού εδάφους, οι εικαζόμενες απαιτήσεις της τρόικας σε επίπεδο συγκεκριμένων μέτρων τουλάχιστον, δεν εκφράζονται ποτέ δημόσια από τα αρμόδια τροϊκανά χείλη.
Τα διαρρέουν οι αρμόδιοι υπουργοί στους δημοσιογράφους και τα αναπαράγουν οι τελευταίοι με τις γνωστές σάλτσες περί σκληρής διαπραγμάτευσης. Τελευταία μάλιστα ο διεθνής αλλά και ο ελληνικός τύπος δημοσιεύει και διάφορες πληροφορίες στη λογική του «καλού και του κακού αστυνομικού», που θέλουν π.χ. την κυρία Λαγκάρντ να βλέπει αδιέξοδη την πολιτική συνεχούς λιτότητας χωρίς αναπτυξιακή διάσταση, τους γερμανούς να πιέζουν για πιο σκληρή γραμμή αλλά από την άλλη να συζητούν κούρεμα και των ομολόγων της ΕΚΤ, που με τη σειρά της το αποκλείει κ.ο.κ.
Το πιο ενδιαφέρον όμως (πολιτικά) στοιχείο σε σχέση με την πόλυ-κάκο- α- φωνία των τροϊκανών, είναι ότι αναλαμβάνουν να τους ερμηνεύσουν και να τους υπερασπισθούν οι γηγενείς απολογητές τους.
Μπορεί στα δύο χρόνια του μνημονίου το ΑΕΠ να υποχώρησε κατά 15%, το χρέος να πλησιάζει το 180% του ΑΕΠ (προ PSI+), η επίσημη ανεργία να πλησιάζει το 20%, και τα συσσίτια να κρατούν στη ζωή δεκάδες χιλιάδες συμπολιτών μας, αλλά υπάρχει η περίφημη θεωρία, ότι δεν φταίει το μνημόνιο (που προφανώς και δεν φταίει μόνον αυτό), αλλά η πλημμελής εφαρμογή του.
Επιμένουν οι μνημονιακοί οικονομικοί αναλυτές (κάθε βράδυ γύρω στις 9 και τέταρτο), ότι η τρόικα λέει, δε ζητά νέους φόρους, ζητά μείωση των δαπανών και επειδή αυτή δεν επιτυγχάνεται, νομοτελειακά έρχεται η φοροεπιδρομή. Και βεβαίως, επειδή οι Τροϊκανοί δεν τοποθετούνται επισήμως, ο καθένας λέει ότι θέλει.
Τα προβλήματα όμως, της θεωρίας αυτής είναι προφανή: είναι αφ’ενός αδύνατο να πιστέψει κανείς, ότι υπό καθεστώς απόλυτης επιτροπείας, οι υπουργοί μιας χώρας σχεδόν προτεκτοράτου, αποφασίζουν μόνοι τους και παρά την αντίθεση των επιτρόπων το ένα χαράτσι μετά το άλλο και αφ’ετέρου τα ίδια πάνω-κάτω έγιναν σε όλες τις χώρες, όπου ενεπλάκη το ΔΝΤ στο παρελθόν (η συνταγή είναι παντού και πάντα η ίδια) και γίνονται και στην Πορτογαλία, που παρά την «υποδειγματική» της συναίνεση και συνεργασία, μας ακολουθεί κατά πόδας, όπως φαίνεται, στο δρόμο της αναδιάρθρωσης του χρέους της.
Αυτή η υποκρισία της «διαπραγμάτευσης», με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πρέπει να τελειώνει. Είναι, νομίζω, προτιμότερο να την τερματίσουμε εμείς.
Ιnfo: Σβησμένη κόκκινη γραμμή. Του Θανάση Σκώκου.
Ας κοπιάσουν. Tου Γιάννη Βαρουφάκη.
Η αγορά χρόνου κοστίζει πανάκριβα. Του Σταύρου Λυγερού
Η Ελλάδα, μετά την τρόικα. Του Νίκου Ξυδάκη
Αυτό θα το διαβάσετε; Tου Γιάννη Βαρουφάκη.
http://www.trelokouneli.gr/2012/02/blog-post_120.html#ixzz1leYLoU7K
ένα κάπως ανόητο,
αλλά συχνά
διασκεδαστικό
παιχνιδάκι που παίζαμε παιδιά: το σπασμένο τηλέφωνο.
Κάθονταν τα παιδιά συνήθως σε κύκλο και ξεκινούσε το πρώτο ψιθυρίζοντας μια λέξη στο αυτί του διπλανού του, ο οποίος με τη σειρά του την...
ψιθύριζε στον επόμενο. Η διαδικασία συνεχιζόταν μέχρι το τελευταίο παιδί, που έλεγε φωναχτά τη λέξη που είχε ακούσει και η οποία συνήθως διέφερε αρκετά από την αρχική έχοντας παραφθαρεί στην πορεία, συχνά με αρκετά αστείο τρόπο. Μια εξίσου ανόητη, πολιτικά ιδιοτελή, και πάντως καθόλου διασκεδαστική εκδοχή του παιχνιδιού αυτού, φαίνεται πως παίζουν οι πρωταγωνιστές της θεατρικής παράστασης «Διαπραγμάτευση με την Τρόικα», που έχει ανέβει εδώ και δύο χρόνια στην κεντρική πολιτική σκηνή, με πολυμελή και ανανεούμενο θίασο (απαρτιζόμενο από ηθοποιούς «σοβαρού» ρεπερτορίου, τραγωδούς, καρατερίστες, κωμικούς, ακροβάτες-ειδικούς στις θεαματικές κυβισθήσεις ή κωλοτούμπες κατά το κοινώς λεγόμενο) και που φθάνει αυτές τις ημέρες στην κορύφωση της.
Στις υποτιθέμενες διαπραγματεύσεις με την Τρόικα εν’όψει της υπογραφής νέας δανειακής σύμβασης και νέου μνημονίου ουδείς διατυπώνει καθαρά τις θέσεις του, τις επιδιώξεις του, το σχέδιο του.
Η ελληνική πλευρά, με το σύνθετο και δυσλειτουργικό της σχήμα (πρωθυπουργός «τεχνοκράτης»-τραπεζίτης, πολιτικοί αρχηγοί απερχόμενοι και επερχόμενοι, υπουργοί διαβασμένοι και αδιάβαστοι) υποδύεται ότι αγωνίζεται για μια λιγότερο επαχθή για τη χώρα και ισοπεδωτική για το βιοτικό επίπεδο των πολιτών συμφωνία.
Ουδείς ξεκαθαρίζει τις προτεραιότητες και τις ιεραρχήσεις του, ουδείς εξηγεί στους πολίτες τις στοχεύσεις του, ουδείς θέτει όρια. Διαρρέουν μέσω «κύκλων» και δημοσιογράφων ανοησίες περί υποτιθέμενων «κόκκινων γραμμών», των οποίων η αξία και η σημασία, από τη στιγμή που δεν διακηρύσσονται επίσημα και δημόσια, δεν είναι μεγαλύτερη από αυτή του απλού κουτσομπολιού. Αυτό είναι άλλωστε το βασικό χαρακτηριστικό του κουτσομπολιού: δεν αναλαμβάνει κανείς την ευθύνη για τα λεγόμενα του, όλα διαχέονται και κυκλοφορούν.
Η εικόνα εμφανίζεται όμοια και απαράλλαχτη δύο χρόνια τώρα: οι τροϊκανοί εμφανίζονται να απαιτούν συνεχώς «νέα μέτρα», και πάντως την υλοποίηση των συμφωνηθέντων και υπογραφέντων και οι «δικοί μας» να συναινούν απρόθυμα, «με το πιστόλι στον κρόταφο» και ακολούθως να καθυστερούν και να τορπιλίζουν «αντιστεκόμενοι» την υλοποίηση των συμφωνηθέντων.
Αυτό, που δε γίνεται ποτέ σαφές, ήταν τι αντιπρότειναν, ποιο σχέδιο εξόδου από την κρίση εκπόνησαν και παρουσίασαν. Δεν είναι μόνο πολιτική ανικανότητα, είναι και (κυρίως) πολιτική κουτοπονηριά αυτοσυντήρησης: «δεν φταίω εγώ, μου τα επέβαλαν οι κακοί ξένοι». Τώρα, αν συμφωνώ ή διαφωνώ, τι προτείνω, το αφήνω σκοπίμως ανοιχτό και νεφελώδες για να κάνω και τον «αντιστασιακό» εκ των υστέρων αν χρειασθεί.
Η κατάσταση έγινε δε, ακόμη πιο περίπλοκη και κωμικοτραγική, μετά το σχηματισμό της παρούσης κυβέρνησης. Ο πρωθυπουργός ξεκαθάρισε από την αρχή, ότι δεν είναι ...πολιτικός (δηλαδή;) και δεν μπορεί κανείς να καταλάβει, αν διαπραγματεύεται κυρίως με τους πιστωτές υπερασπιζόμενος τα εθνικά συμφέροντα ή κυρίως με τους πολιτικούς αρχηγούς για να αποδεχθούν τα κελεύσματα των πιστωτών, οι αρχηγοί των κομμάτων, που συμμετέχουν στην κυβέρνηση, συναγωνίζονται με το μυαλό στις εκλογές, ποιος θα υποδυθεί τον πιο υπερήφανο εθνικά, ο ένας ανακάλυψε ότι ..τον πολεμούν οι τραπεζίτες και τα εκδοτικά συμφέροντα (έχει και το χιούμορ... τα όρια του), οι άλλοι δύο διαγκωνίζονται, ποιος δεν θα υπογράψει αυτά που δεσμεύεται πάντως να τηρήσει, για να έχουν πρόσωπο στο ακροατήριο της «πατριωτικής δεξιάς», και οι βουλευτές των κομμάτων τους, βλέποντας το πολιτικό τους αφανισμό επί θύραις, έχουν «απασφαλίσει» και λαϊκίζουν ασύστολα στο κοινοβούλιο και τα «παράθυρα».
Και όλοι αυτοί προσπαθούν να μας πείσουν ότι... διαπραγματεύονται. Μάλιστα. Ποια είναι λοιπόν η θέση της ελληνικής πλευράς για το δίκαιο στο οποίο θα υπάγονται τα νέα ομόλογα; Την διατύπωσε ποτέ ξεκάθαρα και απερίφραστα, και ποιος;
Είναι το θέμα μείζονος σημασίας ή όχι; Τι πιστεύει επ’αυτού ο τεχνοκράτης του χρηματοπιστωτικού συστήματος πρωθυπουργός και τι οι αρχηγοί και οι υπουργοί υποψήφιοι πρωθυπουργοί; Έχουν άποψη και αν ναι γιατί δεν μας τη λένε;
Ακούω ήδη το σοβαροφανή αντίλογο: «Σε μια δύσκολη και λεπτή διαπραγμάτευση δεν ανοίγεις δημοσίως τα χαρτιά σου». Συγχωρήστε με, αλλά αυτά είναι...τρίχες, τρίχες κατσαρές μάλιστα.
Αν είσαι ηγέτης, ή πιστεύεις ότι ο δρόμος του νέου μνημονίου είναι, αν και δύσβατος και κακοτράχαλος, η σωστή επιλογή για τη χώρα και προσπαθείς να πείσεις τους πολίτες πέφτοντας αν χρειασθεί μαχόμενος γι’αυτό που πιστεύεις, ή πιστεύεις ότι ο δρόμος αυτός οδηγεί τη χώρα σε αδιέξοδο και αντιτίθεσαι σθεναρά.
Και στις δύο περιπτώσεις χρειάζεσαι τους πολίτες πλάι σου. Πουθενά και ποτέ ο λαός δεν συμπαρατάσσεται με κάποιον που δεν καθιστά σαφές τι πιστεύει και γιατί αγωνίζεται. Αν πραγματικά η πολιτική τάξη διαπραγματεύονταν, θα χρησιμοποιούσε αποφασιστικά τα μόνα διαθέσιμα όπλα: το γεγονός ότι η Ελλάδα αποτελεί συστημικό κίνδυνο για το ευρωπαϊκό και όχι μόνο οικονομικό οικοδόμημα και κυρίως την ενότητα και τη μαχητική διάθεση του λαού της.
Ποια «ενότητα και μαχητική διάθεση», θα μου πείτε, και δυστυχώς θα συμφωνήσω. Μιλάμε όμως, για μια κοινωνία που (με όλες τις ευθύνες και τις παθογένειες της) βρέθηκε από «το λεφτά υπάρχουν», στο χείλος του γκρεμού και στη βίαιη-μαζική φτωχοποίηση των μεσοστρωμάτων, της ραχοκοκκκαλιάς της δηλαδή, με ασύλληπτη ταχύτητα, υφιστάμενη και ένα διαρκή επικοινωνιακό βομβαρδισμό τρομολαγνείας, ενοχοποίησης και απαξίωσης.
Η δε πολιτική της «ηγεσία», αντί να προσπαθήσει να σταθεί στο πλευρό της, να την εμπνεύσει να την ενθαρρύνει να την κινητροδοτήσει, βολεύθηκε στην πολιτικά κοντόφθαλμη και εν τέλει διαλυτική λογική του κοινωνικού αυτοματισμού.
Επίσης, συχνά διαφεύγει της προσοχής μας, ότι το «σπασμένο τηλέφωνο» της παράστασης «Διαπραγμάτευση με την Τρόικα», το παίζουν και οι τροϊκανοί. Μετά την περσινή εκείνη συνέντευξη τύπου, όπου είχαν αναγγείλει την εκποίηση των περουσιακών στοιχείων του ελληνικού δημοσίου μέχρι του ποσού των 50 δις, που προκάλεσε την κωμικά «εθνικά υπερήφανη» έκρηξη του τότε κυβερνητικού εκπροσώπου, που απαίτησε να μη δίνουν οι διάφοροι Τόμσεν, Μαζούχ και σία, συνεντεύξεις τύπου επί ελληνικού εδάφους, οι εικαζόμενες απαιτήσεις της τρόικας σε επίπεδο συγκεκριμένων μέτρων τουλάχιστον, δεν εκφράζονται ποτέ δημόσια από τα αρμόδια τροϊκανά χείλη.
Τα διαρρέουν οι αρμόδιοι υπουργοί στους δημοσιογράφους και τα αναπαράγουν οι τελευταίοι με τις γνωστές σάλτσες περί σκληρής διαπραγμάτευσης. Τελευταία μάλιστα ο διεθνής αλλά και ο ελληνικός τύπος δημοσιεύει και διάφορες πληροφορίες στη λογική του «καλού και του κακού αστυνομικού», που θέλουν π.χ. την κυρία Λαγκάρντ να βλέπει αδιέξοδη την πολιτική συνεχούς λιτότητας χωρίς αναπτυξιακή διάσταση, τους γερμανούς να πιέζουν για πιο σκληρή γραμμή αλλά από την άλλη να συζητούν κούρεμα και των ομολόγων της ΕΚΤ, που με τη σειρά της το αποκλείει κ.ο.κ.
Το πιο ενδιαφέρον όμως (πολιτικά) στοιχείο σε σχέση με την πόλυ-κάκο- α- φωνία των τροϊκανών, είναι ότι αναλαμβάνουν να τους ερμηνεύσουν και να τους υπερασπισθούν οι γηγενείς απολογητές τους.
Μπορεί στα δύο χρόνια του μνημονίου το ΑΕΠ να υποχώρησε κατά 15%, το χρέος να πλησιάζει το 180% του ΑΕΠ (προ PSI+), η επίσημη ανεργία να πλησιάζει το 20%, και τα συσσίτια να κρατούν στη ζωή δεκάδες χιλιάδες συμπολιτών μας, αλλά υπάρχει η περίφημη θεωρία, ότι δεν φταίει το μνημόνιο (που προφανώς και δεν φταίει μόνον αυτό), αλλά η πλημμελής εφαρμογή του.
Επιμένουν οι μνημονιακοί οικονομικοί αναλυτές (κάθε βράδυ γύρω στις 9 και τέταρτο), ότι η τρόικα λέει, δε ζητά νέους φόρους, ζητά μείωση των δαπανών και επειδή αυτή δεν επιτυγχάνεται, νομοτελειακά έρχεται η φοροεπιδρομή. Και βεβαίως, επειδή οι Τροϊκανοί δεν τοποθετούνται επισήμως, ο καθένας λέει ότι θέλει.
Τα προβλήματα όμως, της θεωρίας αυτής είναι προφανή: είναι αφ’ενός αδύνατο να πιστέψει κανείς, ότι υπό καθεστώς απόλυτης επιτροπείας, οι υπουργοί μιας χώρας σχεδόν προτεκτοράτου, αποφασίζουν μόνοι τους και παρά την αντίθεση των επιτρόπων το ένα χαράτσι μετά το άλλο και αφ’ετέρου τα ίδια πάνω-κάτω έγιναν σε όλες τις χώρες, όπου ενεπλάκη το ΔΝΤ στο παρελθόν (η συνταγή είναι παντού και πάντα η ίδια) και γίνονται και στην Πορτογαλία, που παρά την «υποδειγματική» της συναίνεση και συνεργασία, μας ακολουθεί κατά πόδας, όπως φαίνεται, στο δρόμο της αναδιάρθρωσης του χρέους της.
Αυτή η υποκρισία της «διαπραγμάτευσης», με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πρέπει να τελειώνει. Είναι, νομίζω, προτιμότερο να την τερματίσουμε εμείς.
Ιnfo: Σβησμένη κόκκινη γραμμή. Του Θανάση Σκώκου.
Ας κοπιάσουν. Tου Γιάννη Βαρουφάκη.
Η αγορά χρόνου κοστίζει πανάκριβα. Του Σταύρου Λυγερού
Η Ελλάδα, μετά την τρόικα. Του Νίκου Ξυδάκη
Αυτό θα το διαβάσετε; Tου Γιάννη Βαρουφάκη.
http://www.trelokouneli.gr/2012/02/blog-post_120.html#ixzz1leYLoU7K