Λιώνει το κραγιόν
στα χείλη σου
σιγά σιγά. Πέρασε
η ώρα. Είχες βάλει
σήμερα το σμαραγδί
και έχει παλιώσει.
Κομματάκια
ξεραμένης
μάσκαρας κολλημένα
..στις κόγχες των
ματιών σου.
Λες να θέλουν να κλείσουν τον δρόμο στα δάκρυά σου, έτσι που καθώς δεν θα έχουν διέξοδο, να παραμείνουν επιτέλους εκεί και να μετατρέψουν τα μάτια σου σε δυο λιμνούλες, μικρές , ασημένιες και αληθινές ; Πόσες και πόσες φορές δεν το είχες ονειρευτεί αυτό; Σχεδόν μετά από κάθε σου παράσταση, βαθειά , βαθειά αυτό παρακαλούσες. Εκεί στο τέλος του χειροκροτήματος, εσύ αυτές τις δυό λιμνούλες ονειροπολώντας ζητούσες. Ξεθώριασε και το μολύβι στα μάτια σου. Γέρασα και πιο γρήγορα περνά η μπογιά του, σκέφτεσαι. Αστείο πράγμα, έχουν αυτά τα πράγματα , σχέση με την ηλικία ; Πού πας και κολλάς . Τι παράξενος που είσαι. Δυό ελάχιστες γκρι γραμμούλες τρέχουν στα μάγουλα σου, από το μολύβι που ο ιδρώτας σου λιώνει. Μουτζουρώθηκες παλιάτσε μου ! Και πρέπει να τα μαζεύεις σιγά σιγά και να φεύγεις , θα προδοθείς.
Την κόκκινη , φουσκωτή σου μύτη , πόσο την ζήλευα και την θαύμαζα όταν έλαμπε , φωτεινή και γυαλιστερή , πολλά υποσχόμενη στην έναρξη της κάθε σου παράστασης, μικρέ Θεέ μου. Όταν πρωτόβγαινεις στα φώτα της ράμπας και με βαθειά υπόκλιση, στεκόσουν μπροστά μας, έτοιμος να μας δώσεις και να μας διασκεδάσεις. Σαν να ήταν η απόλαυση , φρατζόλα και εσύ έκοβες φέτες και μοίραζες με την ψυχή σου, την ψυχή σου. Εγώ , από μικρή , λάτρης σου ήμουν. Απέξω ήξερα τα νούμερα σου. Ήξερα πόσες ρίγες είχε το φθαρμένο παντελόνι σου. Μπλε και μωβ ρίγες . Τις κεντημένες χάντρες στο πουκάμισό σου και τα γυαλιστερά κουμπιά που συγκρατούσαν τις λαστιχένιες τιράντες σου. Μουρλάθηκες μωρέ και φορούσες λαστιχένιες τιράντες ; Που το είχες ξαναδεί πάλι αυτό; Και άμα σου λέω λάτρης σου, πίστεψέ το. Λάτρης σου και όχι μονάχα εγώ. Τα μάτια μου από πάνω σου δεν έπαιρνα. Και τα έχανα με τον τρόπο που έβαζες τρικλοποδιές στον εαυτό σου και έπεφτες φαρδύς πλατύς εκεί μπροστά μας, για να ξανασηκωθείς αμέσως , σαν να μην είχες πέσει. Με τα βήματά σου τα μεγάλα και τα τρανταχτά σου γέλια, να ισορροπείς στα σχοινιά ανεβασμένος και από θηλιά σε θηλιά να περνάς το κεφάλι σου μέχρι να σου κοπεί η αναπνοή και αυτό να φέρει γέλιο μέχρι δακρύων σε μας. Σε μας που η ακριβής και μόνη καταβολή του αντιτίμου , στάθηκε ικανή και αναγκαία συνθήκη , για να ονομαστούμε και να αποτελέσουμε το δια βίου κοινό σου . Παλιάτσε μου !
Όλα τα νούμερά σου τα αγάπησα και κανένα δεν ξεχώριζα. Σε όλα τα ίδια ρουφούσα και έγλειφα. Εκτεθειμένος και ελάχιστος εκεί μπροστά μας έπεφτες και εμείς σωζόμασταν. Γλυστρούσες , καιγόσουν και εμείς χαιρόμασταν και γελούσαμε που μείναμε απέξω και δεν καήκαμε. Και εσύ σηκωνόσουν και συνέχιζες . Εσύ ο στραπατσαρισμένος πάνω στην σκηνή, που σαν άλλο πεδίο βολής , ικέτευε και για άλλες και άλλες και άλλες σφαίρες.
Μετά αλλάξανε λιγάκι τα πράγματα. Ίσως να φταίει που μεγάλωσα και είχα δει και άλλα πολλά θεάματα. Μα δεν άντεχα πια να σε βλέπω να πέφτεις και πάλι. Δεν μου έβγαινε το γέλιο το παλιό . Όλο και πιο λίγο. Και ξαφνικά , στην τελευταία σου παράσταση δεν γέλασα καθόλου. Το μόνο που ήθελα είναι να έρθω πάνω στη σκηνή , να σε αγκαλιάσω. Και για το χθες και για το σήμερα. Να ουρλιάξω σε όλους «πάψτε επιτέλους, είναι ένας δικός μας»! Και να σκουπίσω τα μάτια σου με το μαντήλι μου, που λύπη για τον εαυτό σου δεν κράτησες όλα αυτά τα χρόνια. Και σκορπίστηκες εδώ μπροστά στα αδηφάγα μάτια μας και γέρασες μονάχος. Και τώρα σε δείχνουν με το σηκωμένο τους δάχτυλο και σε υπονομεύουν. Παλιάτσε μου, αδερφέ μου!
Ζωγραφική Francis Bacon