`

Η ραπτομηχανή


Η γιαγιά Μαρίκα είχε μια ραπτομηχανή Singer. Εραβε σ΄αυτήν, κανονικότατα, τα συνολάκια της, (και συχνά -προς μεγάλη μου ντροπή) έραβε σε ξεσηκωμένα πατρόν απ' το Burda, ή την «πρακτική Γυναίκα» και τα δικά μου, τα παιδικά...
μέχρι που απείλησα με απεργία πείνας για να μου παίρνει ρούχα από το «Μινιόν».  

Flash Forward: Στην Αυστραλία φτάσαμε στις αρχές του προηγούμενου έτους, γεμάτοι ανασφάλειες, αλλά και ενθουσιασμό: Χωρίς πολλες νοσταλγίες και μελαγχολίες, αφού το ταξίδι μας ήταν προγραμματισμένο διάλειμμα, από τη ζωή μας στην Ελλάδα και, σε κάθε περίπτωση, σαφώς προσωρινό.

(Οπου ζούσε η γιαγιά, Μαρίκα, ζούσε και η ραπτομηχανή. Στο αρχοντικό του Πειραιά, απ΄όπου βγήκε νύφη. Στην προπολεμική Θεσσαλονίκη. Στην Κηφισιά της Κατοχής, στην Καλλιθέα του Εμφυλίου, στο δυαράκι της «στάσης Γαργαρέττα» όπου με κοίμιζε με βίους Αγίων, παραμύθια, και της Σίνγκερ το χράτσα-χρούτσα. Μέχρι που έκλεισε για πάντα τα μάτια της η γιαγιά Μαρίκα, ήταν δίπλα της αυτή η  ραπτομηχανή: Απέναντι από το κρεβάτι της, ή το πολύ-πολύ, στο μικρό χώλ, δυο βήματα από το υπνοδωμάτιο. Την κληρονόμησα στα δεκαοκτώ. Ηταν «η ευχή της»).   
Το Πέρθ τώρα: Συμπλήρωνα τις αιτήσεις για τις βίζες, το 2009: Είχαν ένα κουτάκι για την «προσωρινή», κι ένα άλλο που έλεγε «μόνιμοι κάτοικοι». Χα-χά, κοίτα πλάκα, οι δύο ειδών αυτές βίζες, θυμάμαι, δεν είχαν καμιά διαφορά στη γραφειοκρατία, τα ίδια δύσκολα πιστοποιητικά και τα ίδια λεφτά μας ζητούσαν.
Ακου «μόνιμοι κάτοικοι»…
 
Όπου ζούσα εγώ, μετά τη γιαγιά, ζούσε και η ραπτομηχανή. Στο Παγκράτι. Στα Ιλίσσια, Στη Λούτσα, στη Λάρισα, στο Χαλάνδρι, στο Ψυχικό. Ασήκωτη, μασίφ σιδερένια, την έχουν σκατο-βλαστημήσει όλοι οι μεταφορείς Αθηνών, προαστείων και υπολοίπου Αττικής, όλες οι φιλενάδες με τις οποίες συγκατοίκησα, όλοι οι γκόμενοι με τους οποίους συστεγάστηκα. Διότι αυτή η ραπτομηχανή έπρεπε πάντα να είναι στην κρεβατοκάμαρά μου, δίπλα στο κρεβάτι μου. Ή το πολύ-πολύ στο χώλ, δυό βήματα παραέξω. Αλλιώς ένιωθα ξεριζωμένη και λυπημένη, σαν σε ξενητειά.
Στην Αυστραλία πήραμε μαζί μας τα απολύτως απαραίτητα -για να μη χρειαστεί να τα αγοράσουμε, στην εξωφρενικά ακριβή αυτή χώρα. (Εντάξει, ομολογώ, το παρακάναμε λίγο στα βιβλία). Τα «καλά» μας πράγματα, αυτά με τα οποία είμαστε συναισθηματικά δεμένοι και βασικά η δουλειά, ο τόπος μας, ο σκύλος μας, οι άνθρωποί μας, η κανονική μας ζωή, όχι αυτή η προσωρινή, η προσομοίωση, είναι στην Ελλάδα και μας περιμένουν.
Μας τρομάζουν όσα συμβαίνουν στον τόπο μας, κι ακόμα περισσότερο μας φοβίζουν όσα μέλλεται να συμβούν. Όμως…«όπως όλοι, μαζί κι εμείς», ψιθυρίζουμε τις νύχτες, όταν κοιμάται ο μικρός στο κρεβατάκι του και βλέπουμε τις ειδήσεις στο Ιντερνετ. Έτσι;
Έτσι, πώς αλλιώς; Ειδικά τώρα, πώς αλλιώς;
Να, από ώρα σε ώρα πρέπει να σηκώσω το τηλέφωνο τους μεταφορείς, να αρχίσω να οργανώνω την επιστροφή μας. Σύμφωνα με το σχέδιο. Τα εισητήρια είναι κολλημένα με σελοτέϊπ στον τοίχο, να μην ξεχνιέμαι, εδώ πρέπει να κλείσεις τη μετακόμισή σου μήνες και μήνες πριν, αλλιώς θα ζεις εσύ αλλού, αλλού το κοντέϊνερ, κι αλλού οι κάλτσες σου- και θα κάνουν χρόνια να συναντηθούν. Ναι, πρεπει να τους τηλεφωνήσω.  Χτες, αν είναι δυνατόν. Φτάσαμε, αγάπη μου, στο πληρωμα του χρονου.
Όλο αυτό, του τελευταίου χρόνου, που δεν είναι η ζωή μας: Είναι μια προσομοίωση. Το πεντακάθαρο προάστειο, η πουδρένια παραλία μπροστά μας, η ειδυλλιακή καθημερινότητα, οι τσάρκες στο ποτάμι, οι βόλτες στα πάρκα. Τα στέκια που (χωρίς να το καταλάβουμε) αποκτήσαμε. Οι φίλοι (που δεν θέλαμε να κάνουμε, για να μην πονέσουμε που θα τους αφήσουμε). Η απερίγραπτη ποιότητα της καθημερινής ζωής, το υπέροχο σχολείο του πιτσιρίκου, είναι όλα μια σύντομη παρένθεση. «Όπως όλοι, μαζί κι εμείς».  
Έτσι. Πώς αλλιώς;
Πείτε μου τώρα εσείς, γιατί δεν έχω πάρει ακόμα τηλέφωνο τους μεταφορείς;
Πείτε μου, γιατί σ΄εκείνη την αίτηση που συμπλήρωσα το 2009, σημείωσα, όχι το κουτάκι που έλεγε «προσωρινοί», αλλά το άλλο, το δίπλα; Γιατί, δεν το είπα -τότε- στον άντρα μου, που είδε έκπληκτος τη βίζα μας να γράφει «Μόνιμοι Κάτοικοι Αυστραλίας» και μπλάβιασε; («Ελα μωρέ, τι φωνάζεις, για την πλάκα, ίδια λεφτά, ίδια χαρτιά ήταν»).
Και το πιο ζόρικο ερώτημα απ΄όλα:
Γιατί είναι εδώ η ραπτομηχανή; Τι δουλειά έχει στο χωλάκι μας -ακριβώς δυο βήματα από το υπνοδωμάτιο μου, μια παμπάλαια, ασήκωτη ραπτομηχανή «Σίνγκερ»;
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...