Που είχαμε μείνει παίδες μου αγαπημένοι; Εκεί
που έκανα ένα κρότο και ξύπνησα τον χρυσαυγίτη
με τον οποίον βρέθηκα
στο κρεβάτι, ε; (Όπως βλέπετε κάτι έχω διδαχτεί από το Χόλυγουντ χρυσά μου. Σας άφησα να αγωνιάτε αν θα μου χώσει καμιά μπούφλα ο μπρατσωμένος χρυσαυγίτης ή θα προλάβω να βάλω το καλσόν μου και να την κάνω σώα και αβλαβής . Και ερωτώ: Έπιασε το τρικ; Αγωνιούσατε; Τι; Δεν αγωνιούσατε αναίσθητα ρεμάλια; Τώρα θα φταίω εγώ να σας αφήσω με τον χρυσαυγίτη στο χέρι και να μην σας ενημερώσω πως έσωσα το τομάρι μου εκείνη τη μοιραία μέρα;)
Λοιπόοοον. Μόλις ακούστηκε η μοιραία φράση «κάναμε τους φόβους τους πραγματικότητα» έπεσε μέσα στο δωμάτιο μια σιωπή πηχτή σαν ζελέ φράουλα (ναι, πεινάω. Να θυμηθώ να σαβουρώσω κάτι τελειώνοντας το βαθιά πολιτικό σεξόδραμά μου) Εγώ με το βρακί και το καλσόν στο χέρι κι αυτός με την τσίμπλα στο μάτι κοιταζόμασταν βουβοί σαν μπαρμπούνια. Νομίζω ότι εκείνη την τραγική στιγμή καταλάβαμε συγχρόνως και οι δυο τις άθλιες επιπτώσεις του αλκοόλ στην κοινωνική ζωή του σύγχρονου ανθρώπου.
Τη σιωπή έσπασε ο Χρυσαυγίτης –διότι η αριστερά είναι κάπως μουδιασμένη στις μέρες μας παίδες, να τα λέμε κι αυτά. Ενώ αυτοί οι νεοναζί είναι ο λίβας που καίει τα σπαρτά να πούμε, δεν καταλαβαίνουν τίποτα και έχουν απάντηση για όλα.
-Τι έγινε ρε Μπέμπα; Τρόμαξες; με ρώτησε ψιλοδιασκεδάζοντας. (Τι;;; Τολμά και με αποκαλεί και μπέμπα και χέστρα μαζί το ανθυποανθρωπίδιον; Βαστάτε τούρκοι τ΄άρματα!)
-Τι να φοβηθώ ρε Θανάση; απάντησα ταπώνοντάς τον ενώ συνέχισα να βάζω και καλά χαλαρή το καλσόν -τόση ήταν η χαλαρότης μάλιστα που το ψιλοέσκισα σ΄ένα σημείο . Αν μου πεις τώρα, σιγά την απάντηση που τη θεωρείς και γαμάτη, θα σου πω ότι δεν γνωρίζεις ότι τον τύπο δεν τον λένε Θανάση, Μιχάλη τον λένε και θα σε ταπώσω και σένα.
Βέβαια αποδείχτηκε ότι κι εγώ δεν γνώριζα κάτι. Ότι τα αγόρια αυτά έχουν πολύ τεστοστερόνη στον εγκέφαλο και αντιδρούν άσχημα όταν τα μπερδεύεις με άλλα αγόρια διότι αυτοί δεν ξεχνιούνται με την καμία. Πετάχτηκε λοιπόν απάνω ξεσκεπάζοντας το (ωραίο, ασταδιάλα, το είπα και ξέσπασα) κορμί του.
-Πως με είπες; γρύλισε.
-Θανάση. Θανάση δεν σε λένε; συνέχισα εγώ το χαβά μου με μια αθωότητα τόσο ψεύτικη που θα ζήλευε κι η Βουγιουκλάκη φίλε!
-Μιχάλη με λένε. Και σε συμβουλεύω να μαθαίνεις πρώτα τα ονόματα των αντρών με τους οποίους πηγαίνεις στο κρεβάτι, μουρμούρισε και πήρε ένα τσιγάρο από το κομοδίνο. Νομίζω μάλιστα πως άκουσα τη λέξη «τσουλάκι» να βγαίνει μαζί με τον καπνό από το στόμα του (μπορεί να ήταν και «πουλάκι» βέβαια αλλά αμφιβάλω)
-Συγνώμη ρε Μιχάλη, έγινε μπέρδεμα. Εγώ είχα βάλει πλώρη να πάω σπίτι του Θανάση. Πως βρέθηκα μαζί σου μόνο ο Τζιν Τόνικ το ξέρει. Σόρι ε;
Το ύφος μου ήταν απολογητικό και βρωμούσε ενοχή. Τον καταμπέρδεψα. Του χτύπησα κάτω τον εγωισμό τόσο σκληρά που στοιχηματίζω ότι θα ήθελε πάρα πολύ να με κοπανήσει εμένα κάτω. Με τόση απολογία όμως δυσκολευόταν να εκνευριστεί. (εμ παλιά πουτάνα η αριστερά στα κόλπα κύριοι, τι νομίσατε;)
-Και ποιος είναι αυτός ο Θανάσης; μουρμούρισε. (Δεν άντεξε τον ανταγωνισμό ο μαλάκας. Τσίμπησε. Ας μην κατηγορούμε εμένα λοιπόν για τα παρακάτω. Ας όψεται ο ναρκισσισμός του.)
-Τίποτα μωρέ. Ένας βλαμμένος είναι, μη νομίζεις αλλά τον αγαπάω. Για να καταλάβεις πηγαίνει κάθε καλοκαίρι διακοπές στα Ίμια για να βεβαιωθεί ότι δεν θα την καταλάβουν οι Τούρκοι μεταμφιεσμένοι σε γερμανίδες τουρίστριες.
Η λέξη Ίμια κινητοποίησε κάτι θερμό μέσα του. Η γαλανόλευκη άρχισε να κυματίζει μέσα στα μάτια του (καλά έχω ρέντα , έτσι;)
- Δικός μας είναι; ρώτησε όλο ενδιαφέρον.
-Ναι. Ναι. Ακροδεξιός είναι. Βαμμένος. (που κάνει ρίμα με το βλαμμένος)
Αυτό ήταν! Η λέξη κλειδί είχε ξεστομιστεί. Το μάτι του κοκκίνισε κι άρχισε να αλληθωρίζει ελαφρώς (προς τα δεξιά. Μετά φταίει ο φονιάς;)
-Εμείς δεν είμαστε ακροδεξιοί μπέμπα. Να ξεστραβώνεσαι πρώτα και μετά να μιλάς. Εμείς ανήκουμε σ΄ένα λαϊκό σύνδεσμο με εθνικιστική ταυτότητα! ούρλιαξε.
Χαμογέλασα ταχα μου απολογητικά αλλά συνέχισα να τον εκνευρίζω:
- Ε, δεξιό δεν είναι αυτό; Αριστερό δεν το λες…
Σηκώθηκε πάνω κι άρχισε να ντύνεται. Τον είχα βγάλει έξω απ΄τα ρούχα του και προσπαθούσε συμβολικά να τα ξαναβάλει.
-Καλά τόσο ηλίθια είσαι; Μπερδεύεις εμάς με τους χλεχλέδες του Αντωνάκη και του τζουτζούκου; Οι λεγόμενοι δεξιοί είναι αριστεροί με γούνα προβάτου. Κατάλαβες;
(ε, όχι και γούνα προβάτου η κυρία Βαρδινογιάννη Μιχαλάκη. Προσβάλλεις τους θεσμούς τώρα. Από μινκ και άνω)
Από τα νεύρα του έβαλε τρία τισέρτ ο άνθρωπος. Ξαφνικά σταμάτησε, με άρπαξε από τους ώμους και με ταρακούνησε: Ξέρεις τι είσαι; Μια κοπελίτσα των βορείων προαστίων που βαριέται και κάνει πλακίτσες με τα λεφτά του πατέρα της (άρα των αστείων προαστείων)
-Μα… ο πατέρας μου χρωστάει σ΄όλο τον κόσμο…, προσπάθησα εντελώς ειλικρινά να απολογηθώ.
-Σταμάτα σου λέω. Κόφτο! Δεν αστειεύομαι τώρα. Μερικές φορές πρέπει να κοιτάζουμε την πραγματικότητα κατάματα και να λέμε: Μου αξίζει αυτό; Μου αξίζει αυτή η σαπίλα; Μου αξίζει να πνιγώ στη βρώμα αυτών των άθλιων που ήρθαν να βρωμίσουν τον τόπο μου;; Μήπως ήρθε η ώρα να πάρω τα πράγματα στα χέρια μου; (εν τω μεταξύ βέβαια δεν είχε πάρει τα πράματα, εμένα είχε πάρει στα χέρια του και με ταρακουνούσε. )
-Μιχάλη μου πολύ ωραία τα λες αλλά πρέπει να πάω δουλειά τώρα, ψέλλισα μπας και με αφήσει.
- Βαριέσαι έτσι; Με θεωρείς τρελό που πάσχω για την κατάσταση της χώρας μου. Πιστεύεις ότι χάνω το χρόνο μου που αγωνίζομαι, παίζω τη ζωή μου, διαβάζω, που αντιστέκομαι στα σχέδια των εξολοθρευτών του ελληνισμού αντί να πίνω φρέντο και να γκρινιάζω στα καφενεία. Ξέρεις τι ιστορία έχω εγώ; Ξέρεις ότι ο θείος ο δικός μου άφησε τη δουλειά του και πήγε στη Σρεμπρένιτσα να απωθήσει τους Βόσνιους, αυτά τα μουνιά που σφάζανε τους Σέρβους;
Ξέρω καλά ότι ήταν λάθος και κάνω την αυτοκριτική μου παίδες μου αγαπημένοι. Αλλά δεν άντεξα.
-Ε, όχι και «να απωθήσει» ρε Μιχαλάκη. Να σφάξει πήγε ο άνθρωπος.
Ευτυχώς που είχα βάλει όλα μου τα ρουχαλάκια. Άρπαξα το μπουφάν και πριν αφρίσει τελείως ο Μιχαλάκης έκοψα λάσπη με τέτοια ταχύτητα που θα έπαιρνα χρυσό στα σπέσιαλ ολύμπικς.
-Εξαφανίσου μωρή τσούλα πολυτελείας, ούρλιαξε από πίσω μου. Βγαίνοντας από την εξώπορτα έπεσα πάνω στον πατέρα του που προφανώς είχε βγει για γάλα και εφημερίδες.
-Τι έγινε δεσποινίς; Τι του κάνατε και θύμωσε; Μου είπε ελαφρώς θορυβημένος από τις βρισιές που εκτοξευόταν από τον κανακάρη του στο βάθος
-Του είπα ότι δεν μ΄αρέσει ο Μακεδονικός χαλβάς, απάντησα βιαστικά και έτρεξα στις σκάλες στην περίπτωση που η πάθηση ήταν κληρονομική.
Μετά πήγα στο στέκι μου, παρήγγειλα ένα καφέ κι άραξα εκεί για κανένα δίωρο προσπαθώντας να καταλάβω τι σκατά γίνεται. Είχα τόσα χρόνια να δω άνθρωπο να φανατίζεται με τα πολιτικά του πιστεύω που σχεδόν είχα ξεχάσει ότι υπήρχε το είδος. Παράγγειλα ένα κονιάκ στο καπάκι για να πενθήσω τη γαλλική επανάσταση . Τελικά αποκλείεται να έχουμε καλό τέλος, παίδες μου αγαπημένοι, αν οι μόνοι που θέλουν να αγωνιστούν για κάτι είναι αυτοί που θα αγωνιστούν για την καταστροφή μας.
Λοιπόοοον. Μόλις ακούστηκε η μοιραία φράση «κάναμε τους φόβους τους πραγματικότητα» έπεσε μέσα στο δωμάτιο μια σιωπή πηχτή σαν ζελέ φράουλα (ναι, πεινάω. Να θυμηθώ να σαβουρώσω κάτι τελειώνοντας το βαθιά πολιτικό σεξόδραμά μου) Εγώ με το βρακί και το καλσόν στο χέρι κι αυτός με την τσίμπλα στο μάτι κοιταζόμασταν βουβοί σαν μπαρμπούνια. Νομίζω ότι εκείνη την τραγική στιγμή καταλάβαμε συγχρόνως και οι δυο τις άθλιες επιπτώσεις του αλκοόλ στην κοινωνική ζωή του σύγχρονου ανθρώπου.
Τη σιωπή έσπασε ο Χρυσαυγίτης –διότι η αριστερά είναι κάπως μουδιασμένη στις μέρες μας παίδες, να τα λέμε κι αυτά. Ενώ αυτοί οι νεοναζί είναι ο λίβας που καίει τα σπαρτά να πούμε, δεν καταλαβαίνουν τίποτα και έχουν απάντηση για όλα.
-Τι έγινε ρε Μπέμπα; Τρόμαξες; με ρώτησε ψιλοδιασκεδάζοντας. (Τι;;; Τολμά και με αποκαλεί και μπέμπα και χέστρα μαζί το ανθυποανθρωπίδιον; Βαστάτε τούρκοι τ΄άρματα!)
-Τι να φοβηθώ ρε Θανάση; απάντησα ταπώνοντάς τον ενώ συνέχισα να βάζω και καλά χαλαρή το καλσόν -τόση ήταν η χαλαρότης μάλιστα που το ψιλοέσκισα σ΄ένα σημείο . Αν μου πεις τώρα, σιγά την απάντηση που τη θεωρείς και γαμάτη, θα σου πω ότι δεν γνωρίζεις ότι τον τύπο δεν τον λένε Θανάση, Μιχάλη τον λένε και θα σε ταπώσω και σένα.
Βέβαια αποδείχτηκε ότι κι εγώ δεν γνώριζα κάτι. Ότι τα αγόρια αυτά έχουν πολύ τεστοστερόνη στον εγκέφαλο και αντιδρούν άσχημα όταν τα μπερδεύεις με άλλα αγόρια διότι αυτοί δεν ξεχνιούνται με την καμία. Πετάχτηκε λοιπόν απάνω ξεσκεπάζοντας το (ωραίο, ασταδιάλα, το είπα και ξέσπασα) κορμί του.
-Πως με είπες; γρύλισε.
-Θανάση. Θανάση δεν σε λένε; συνέχισα εγώ το χαβά μου με μια αθωότητα τόσο ψεύτικη που θα ζήλευε κι η Βουγιουκλάκη φίλε!
-Μιχάλη με λένε. Και σε συμβουλεύω να μαθαίνεις πρώτα τα ονόματα των αντρών με τους οποίους πηγαίνεις στο κρεβάτι, μουρμούρισε και πήρε ένα τσιγάρο από το κομοδίνο. Νομίζω μάλιστα πως άκουσα τη λέξη «τσουλάκι» να βγαίνει μαζί με τον καπνό από το στόμα του (μπορεί να ήταν και «πουλάκι» βέβαια αλλά αμφιβάλω)
-Συγνώμη ρε Μιχάλη, έγινε μπέρδεμα. Εγώ είχα βάλει πλώρη να πάω σπίτι του Θανάση. Πως βρέθηκα μαζί σου μόνο ο Τζιν Τόνικ το ξέρει. Σόρι ε;
Το ύφος μου ήταν απολογητικό και βρωμούσε ενοχή. Τον καταμπέρδεψα. Του χτύπησα κάτω τον εγωισμό τόσο σκληρά που στοιχηματίζω ότι θα ήθελε πάρα πολύ να με κοπανήσει εμένα κάτω. Με τόση απολογία όμως δυσκολευόταν να εκνευριστεί. (εμ παλιά πουτάνα η αριστερά στα κόλπα κύριοι, τι νομίσατε;)
-Και ποιος είναι αυτός ο Θανάσης; μουρμούρισε. (Δεν άντεξε τον ανταγωνισμό ο μαλάκας. Τσίμπησε. Ας μην κατηγορούμε εμένα λοιπόν για τα παρακάτω. Ας όψεται ο ναρκισσισμός του.)
-Τίποτα μωρέ. Ένας βλαμμένος είναι, μη νομίζεις αλλά τον αγαπάω. Για να καταλάβεις πηγαίνει κάθε καλοκαίρι διακοπές στα Ίμια για να βεβαιωθεί ότι δεν θα την καταλάβουν οι Τούρκοι μεταμφιεσμένοι σε γερμανίδες τουρίστριες.
Η λέξη Ίμια κινητοποίησε κάτι θερμό μέσα του. Η γαλανόλευκη άρχισε να κυματίζει μέσα στα μάτια του (καλά έχω ρέντα , έτσι;)
- Δικός μας είναι; ρώτησε όλο ενδιαφέρον.
-Ναι. Ναι. Ακροδεξιός είναι. Βαμμένος. (που κάνει ρίμα με το βλαμμένος)
Αυτό ήταν! Η λέξη κλειδί είχε ξεστομιστεί. Το μάτι του κοκκίνισε κι άρχισε να αλληθωρίζει ελαφρώς (προς τα δεξιά. Μετά φταίει ο φονιάς;)
-Εμείς δεν είμαστε ακροδεξιοί μπέμπα. Να ξεστραβώνεσαι πρώτα και μετά να μιλάς. Εμείς ανήκουμε σ΄ένα λαϊκό σύνδεσμο με εθνικιστική ταυτότητα! ούρλιαξε.
Χαμογέλασα ταχα μου απολογητικά αλλά συνέχισα να τον εκνευρίζω:
- Ε, δεξιό δεν είναι αυτό; Αριστερό δεν το λες…
Σηκώθηκε πάνω κι άρχισε να ντύνεται. Τον είχα βγάλει έξω απ΄τα ρούχα του και προσπαθούσε συμβολικά να τα ξαναβάλει.
-Καλά τόσο ηλίθια είσαι; Μπερδεύεις εμάς με τους χλεχλέδες του Αντωνάκη και του τζουτζούκου; Οι λεγόμενοι δεξιοί είναι αριστεροί με γούνα προβάτου. Κατάλαβες;
(ε, όχι και γούνα προβάτου η κυρία Βαρδινογιάννη Μιχαλάκη. Προσβάλλεις τους θεσμούς τώρα. Από μινκ και άνω)
Από τα νεύρα του έβαλε τρία τισέρτ ο άνθρωπος. Ξαφνικά σταμάτησε, με άρπαξε από τους ώμους και με ταρακούνησε: Ξέρεις τι είσαι; Μια κοπελίτσα των βορείων προαστίων που βαριέται και κάνει πλακίτσες με τα λεφτά του πατέρα της (άρα των αστείων προαστείων)
-Μα… ο πατέρας μου χρωστάει σ΄όλο τον κόσμο…, προσπάθησα εντελώς ειλικρινά να απολογηθώ.
-Σταμάτα σου λέω. Κόφτο! Δεν αστειεύομαι τώρα. Μερικές φορές πρέπει να κοιτάζουμε την πραγματικότητα κατάματα και να λέμε: Μου αξίζει αυτό; Μου αξίζει αυτή η σαπίλα; Μου αξίζει να πνιγώ στη βρώμα αυτών των άθλιων που ήρθαν να βρωμίσουν τον τόπο μου;; Μήπως ήρθε η ώρα να πάρω τα πράγματα στα χέρια μου; (εν τω μεταξύ βέβαια δεν είχε πάρει τα πράματα, εμένα είχε πάρει στα χέρια του και με ταρακουνούσε. )
-Μιχάλη μου πολύ ωραία τα λες αλλά πρέπει να πάω δουλειά τώρα, ψέλλισα μπας και με αφήσει.
- Βαριέσαι έτσι; Με θεωρείς τρελό που πάσχω για την κατάσταση της χώρας μου. Πιστεύεις ότι χάνω το χρόνο μου που αγωνίζομαι, παίζω τη ζωή μου, διαβάζω, που αντιστέκομαι στα σχέδια των εξολοθρευτών του ελληνισμού αντί να πίνω φρέντο και να γκρινιάζω στα καφενεία. Ξέρεις τι ιστορία έχω εγώ; Ξέρεις ότι ο θείος ο δικός μου άφησε τη δουλειά του και πήγε στη Σρεμπρένιτσα να απωθήσει τους Βόσνιους, αυτά τα μουνιά που σφάζανε τους Σέρβους;
Ξέρω καλά ότι ήταν λάθος και κάνω την αυτοκριτική μου παίδες μου αγαπημένοι. Αλλά δεν άντεξα.
-Ε, όχι και «να απωθήσει» ρε Μιχαλάκη. Να σφάξει πήγε ο άνθρωπος.
Ευτυχώς που είχα βάλει όλα μου τα ρουχαλάκια. Άρπαξα το μπουφάν και πριν αφρίσει τελείως ο Μιχαλάκης έκοψα λάσπη με τέτοια ταχύτητα που θα έπαιρνα χρυσό στα σπέσιαλ ολύμπικς.
-Εξαφανίσου μωρή τσούλα πολυτελείας, ούρλιαξε από πίσω μου. Βγαίνοντας από την εξώπορτα έπεσα πάνω στον πατέρα του που προφανώς είχε βγει για γάλα και εφημερίδες.
-Τι έγινε δεσποινίς; Τι του κάνατε και θύμωσε; Μου είπε ελαφρώς θορυβημένος από τις βρισιές που εκτοξευόταν από τον κανακάρη του στο βάθος
-Του είπα ότι δεν μ΄αρέσει ο Μακεδονικός χαλβάς, απάντησα βιαστικά και έτρεξα στις σκάλες στην περίπτωση που η πάθηση ήταν κληρονομική.
Μετά πήγα στο στέκι μου, παρήγγειλα ένα καφέ κι άραξα εκεί για κανένα δίωρο προσπαθώντας να καταλάβω τι σκατά γίνεται. Είχα τόσα χρόνια να δω άνθρωπο να φανατίζεται με τα πολιτικά του πιστεύω που σχεδόν είχα ξεχάσει ότι υπήρχε το είδος. Παράγγειλα ένα κονιάκ στο καπάκι για να πενθήσω τη γαλλική επανάσταση . Τελικά αποκλείεται να έχουμε καλό τέλος, παίδες μου αγαπημένοι, αν οι μόνοι που θέλουν να αγωνιστούν για κάτι είναι αυτοί που θα αγωνιστούν για την καταστροφή μας.