Σκουριασμένοι μεντεσέδες.
Σύρτες σκεβρωμένοι.
Ψηλοτάβανο, τοίχοι πέτρινοι
χοντροί, γέμισαν υγρασία.
Μυρίζει μούχλα. Που και που
και καμιά αράχνη στο ταβάνι.
Τρίζει το πάτωμα. Τρέχουν τα
ποντίκια , ροκανίζουν και
Μεγάλα, θεόκλειστα πατζούρια, παλιωμένα. Τέτοια παντζούρια δεν συναντάς πια. Αυτό το είπες και στον μεσίτη. Στα τρία χωρισμένα , μπορείς να τ’ ανοίξεις κομματιαστά . Να μπει όσο φως θέλεις και αγαπάς. Λίγο για το μεσημέρι, περισσότερο το δειλινό.
Όπου και να καθίσεις σηκώνεις σκόνη , τώρα. Μεταξύ τραπεζαρίας και καθιστικού η βαριά κονσόλα. Αυτή η πολίτικη , με το τζαμάκι το μπακλαβαδωτό και την διπλή σκωτία στα τέσσερα τελειώματα. Τέχνη της εποχής. Σήμερα δεν γίνονται τέτοια πράγματα και να θέλεις. Δεν έχει ο άνθρωπος τέτοια μεράκια και κουράγια να τα φτιάξει. Εκεί μέσα τα κρύβατε όλα. Μεγάλα και μικρά ενθύμια από ταξίδια , από τα χρόνια τα μαθητικά , τις δουλειές, τα οικογενεικά όλα. Στην μέση ένα μικρούλης μαρμάρινος Παρθενώνας , ενθύμιο από το σχολειό και ένα τσολιαδάκι από την πρώτη εκδρομή στο Ναύπλιο. Άλμπουμ με χιλιάδες φωτογραφίες. Ριζόχαρτα χωρίζουν κόμπους και καημούς , χρονολογίες και περιόδους. Μια ζωή γεμάτη. Μια μεγάλη ιστορία. Προγόνοι, γονείς, παιδιά, συμφοιτητές , φίλοι, συνάδερφοι . Άλλοι αγαπημένοι , άλλοι βαριά αγαπημένοι και άλλοι να μην τους θυμάσαι καλύτερα που πρόδωσαν και πούλησαν , που δεν ανέλαβαν εκείνο που τους έτυχε και λιποτάκτησαν. Όλους τους θυμάσαι. Ίσως και να είναι πρόβλημα, πολλά θυμάσαι , ας ήταν και να ξέχναγες κάτι, ίσως και να ήταν καλύτερα τώρα. Ίσως .
Κοιτάς τα μάτια της Στέλλας στη φωτογραφία. Ξεθώριασε και δεν θυμάσαι το χρώμα τους. Να και η φωτογραφία με τα παιδιά από την πρώτη δουλειά. Από αυτή την πρώτη δουλειά κράτησες και την βιβλιοθήκη . Με τα χεράκια σου την είχες φτιάξει. Για σένα ήταν έργο τέχνης. Καρφιά, κλωστές , γράμματα, στοιχεία, διευθύνσεις, ονόματα. Αυτή η γωνιά για το τότε, η άλλη για το πιο τώρα. Μα το τότε πιο μεγάλο. Τότε γινόντουσαν, σκέφτεσαι, πιο πολλά. Μετά αρχίσαμε και μαλώναμε και έγινε αλλιώς ο χρόνος. Απογοητευθήκαμε. Μας λείψανε και τα λεφτά. Μετά ήρθαν απότομα και αυτά, αμάθητοι εμείς, μας πέσανε βαριά και χάσαμε το κουμάντο.
Να ξέρεις, έχει μαρμάρινο νεροχύτη η κουζίνα. Μαρμάρινο και βαθύ. Μάρμαρο κοκκιναρά, ξέρεις απ’ αυτά φίλε μου; Και δέκα πόντους σοβαντεπί και κάτι τάβλες στο πάτωμα , φαρδιές. Και που τρίζουν τι ; Και η καρδιά μου τρίζει μα δεν την ξεριζώνω.
Την αράζεις στο καναπέ , μπροστά στην τηλεόραση. Να βγει, άραγε, κανείς να πει απόψε καμιά κουβέντα, κάτι να καταλάβουμε ; και να μην βγει, θα κοιμηθείς με το γαλανό της οθόνης. Ένα περίεργο πράγμα , με το που αρχίζουν τα μεγαλεπίβολα , σου έρχεται ένα νανούρισμα, σαν εκείνο της μάνας σου και κοιμάσαι , στο άψε σβήσε.
Χτυπάει το τηλέφωνο. Βρέθηκε, λέει, αγοραστής .
» Ζωηρό ενδιαφέρον Κύριε Σωτήρη μου, πολύ ζωηρό, θα σωθείτε! Επείγεται ο κύριος , να περάσουμε να το δει ; Το θέλει, το ζητάει , του αρέσει και με την κονσόλα , να μην έχετε να την κουβαλάτε ! όλα τα σκέφθηκε και με το αζημίωτο! Να περάσουμε κύριε Σωτήρη;»
Κλείνεις το τηλέφωνο , δεν καλοθυμάσαι τι απάντησες. Κοιτάς το πάτωμα. Χάσκει το δάχτυλό σου από την τρύπα της κάλτσας.
´Οχι να μην περάσετε! Δεν το πουλάω! Ακούτε ;
Μονάχα ελάτε να ανοίξουμε τα παντζούρια και τα παράθυρα, να μπει φρέσκος αέρας και ήλιος! Να ξεραθούν οι υγρασίες και να ξεμουχλιάσει. Να το βάψουμε , να το σοβαντίσουμε, να κλείσουμε τις τρύπες. Θέλει δουλειά. Μα εγώ μια φορά το σπίτι δεν το δίνω, ούτε τον χωρισμό που μου γραψες εγώ τον αναλαμβάνω, έτσι που θες. Μα θα γυρέψω λύση. Ακούς ; έτσι να πεις τ’ αγοραστή. Να προχωρήσουμε τώρα με τ’αδέρφια μου μαζί. Άσε τα παλιά και τα μουσεία. Καλές οι μνήμες και οι κονσόλες με τα αναμνηστικά και τα βαριά βραβεία, μα το σήμερα θέλει σήμερα και τώρα πάμε για άλλα. Όλους τους δικούς μου θα τους φωνάξω να με βοηθήσουν τις τρύπες στα τρυπόξυλα να κλείσουμε. Να πεις τ’ αγοραστή να πα να βρει αλλού θύμα. Δεν είναι και για θάνατο ό,τι έκανα.
Μονάχα άνοιξε το παράθυρο να μπει φως. Ήλιος να μπει.
Ζωγραφική Τάσος Χώνιας