παστερίωση που
και μια βδομάδα
μετά τη λήξη το
τρως άφοβα!»
Αυτά ήταν τα
λόγια μιας φίλης,
στελέχους μεγάλης γαλακτοβιομηχανίας
πριν χρόνια, για
τα γαλακτοκομικά
προϊόντα. Έτσι
λοιπόν αν βρω στο
ψυγείο μου κανένα ξεχασμένο...
γιαουρτάκι τσεκάρω αν έχει μαύρα στίγματα –έτσι μου είχε πει– και το χτυπάω. Επίσης σας εξομολογούμαι ότι δεν ξέρω από πότε έχει λήξει η ζάχαρη που βρίσκεται στο βάζο, ούτε θα ματαιώσω το μαγείρεμα μιας χυλωμένης φασολάδας αν διαπιστώσω ότι τα φασόλια που διαθέτω έληξαν πριν από κάποιους μήνες.
Πάντως το φετινό ρεκόρ μου είναι ποπ κορν από καλαμπόκι που η συσκευασία έγραφε «κατά προτίμηση 8/2009». Είχε ξεχαστεί στο πίσω μέρος του ντουλαπιού. Μου βγήκε αφράτο, μυρωδάτο, τέλειο! Υπέθεσα ότι θα ήταν μάλλον μεταλλαγμένο για να έχει επιδείξει τέτοια αντοχή. Ελέγχω μακροσκοπικά και εφόσον δεν βλέπω ζωύφια προχωρώ ακάθεκτος. Παρά λοιπόν αυτήν την –κατά καιρούς– «ριψοκίνδυνη» τακτική στη διατροφή μου, δεν θυμάμαι να τιμωρήθηκα ποτέ με τροφική δηλητηρίαση. Θέματα ατομικής καταναλωτικής συμπεριφοράς που τις περισσότερες φορές δεν έχουν να κάνουν με τσιγκουνιά ή οικονομική δυσπραγία, αλλά με μια διαφορετική αντίληψη για κάποια πράγματα.
Πριν από ενάμιση χρόνο είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω στην ΕΡΤ (doc on air) ένα πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ με θέμα την παγκόσμια σπατάλη στα τρόφιμα. Σύμφωνα με αυτό, στον αναπτυγμένο κόσμο περίπου τα μισά παραγόμενα τρόφιμα στο τέλος καταλήγουν στις χωματερές. Οι ημερομηνίες λήξης έχουν μικρή σχέση με την ασφαλή κατανάλωση των τροφίμων και μεγάλη με τα οικονομικά συμφέροντα της αλυσίδας παραγωγής-διάθεσης και τη διαπαιδαγώγηση που έχει επιβάλει αυτή στους καταναλωτές. Ο τίτλος του είναι Taste the Waste και αξίζει τον κόπο να δείτε, έστω τα πρώτα δέκα λεπτά, εδώ.
Πάμε τώρα στην κοκορομαχία Μίχα –ή αν θέλετε ΕΦΕΤ– με το υπουργείο Ανάπτυξης, η οποία ελάχιστα έχει να κάνει με μια ορθολογική κουβέντα γύρω από το θέμα της διάθεσης τυποποιημένων προϊόντων «περιορισμένης διατηρησιμότητας». Παρά λοιπόν τη διαφορετική ατομική στάση μου και το γεγονός ότι αυτά πωλούνται σε άλλες χώρες, στη δική μας η συγκεκριμένη απόφαση στην πολιτικοοικονομική συγκυρία που ζούμε βγάζει μια μιζέρια έναντι μιας υποτιθέμενης ελάφρυνσης των προϋπολογισμών των οικονομικά ασθενέστερων νοικοκυριών. Ανοησίες. Στη σημερινή Ελλάδα των πλημμελών ελέγχων το αποτέλεσμα μπορεί να είναι και το αντίθετο. Αντί γι’ αυτό καλύτερα αποτελέσματα ενδεχομένως θα έφερνε μια υποχρέωση των σουπερμάρκετ να διαθέτουν προϊόντα κοντινής ημερομηνίας λήξης με εκπτώσεις 60-70% πάνω στην αρχική τιμή τους. Άλλωστε αυτό ήδη γίνεται σε κάποια.
Περίτρανη όμως απόδειξη ότι οι ημερομηνίες στα τρόφιμα έχουν να κάνουν κυρίως με οικονομικά συμφέροντα δίνει η πρόσφατη διαμάχη για τον χρόνο διάρκειας του φρέσκου αγελαδινού γάλακτος.
Αν μοναδικό κριτήριο ήταν η ασφάλεια και η τσέπη των καταναλωτών η λήξη θα έπρεπε να ανέβει άμεσα από τις 5 στις 9 ημέρες. Γιατί δεν γίνεται λοιπόν;
Μα γιατί διαφωνεί η αλυσίδα παραγωγής - διάθεσης. Γιατί θα πληγούν οι παραγωγοί μας που έχουν σταβλισμένες μονάδες μέσης δυναμικότητας 40 ζώων και υψηλά κοστολόγια εκτροφής. Πωλούν το γάλα στις βιομηχανίες επεξεργασίας με 0,44 €/λίτρο έναντι 0,30 των άλλων Ευρωπαίων συναδέλφων τους, που όμως έχουν μέση δυναμικότητα 300 ζώα και βοσκή σε λιβάδια (1). Βεβαίως ενστάσεις έχουν και οι βιομηχανίες επειδή με την αύξηση της χρονικής διάρκειας διάθεσης θα αυξηθούν οι εισαγωγές φθηνότερου φρέσκου γάλακτος. Μαζί με μερικά άλλα –συχνά εναρμονισμένες πολιτικές τιμών, μακρινές αποστάσεις και ακριβές μεταφορές– το γάλα στη χώρα μας φθάνει να είναι μέχρι και 60% ακριβότερο από πολλές χώρες της υπόλοιπης Ευρώπης. Πρόκειται δηλαδή για έναν προστατευτισμό με έμμεση επιδότηση από τις τσέπες καταναλωτών που υποφέρουν οικονομικά.
Μα γιατί διαφωνεί η αλυσίδα παραγωγής - διάθεσης. Γιατί θα πληγούν οι παραγωγοί μας που έχουν σταβλισμένες μονάδες μέσης δυναμικότητας 40 ζώων και υψηλά κοστολόγια εκτροφής. Πωλούν το γάλα στις βιομηχανίες επεξεργασίας με 0,44 €/λίτρο έναντι 0,30 των άλλων Ευρωπαίων συναδέλφων τους, που όμως έχουν μέση δυναμικότητα 300 ζώα και βοσκή σε λιβάδια (1). Βεβαίως ενστάσεις έχουν και οι βιομηχανίες επειδή με την αύξηση της χρονικής διάρκειας διάθεσης θα αυξηθούν οι εισαγωγές φθηνότερου φρέσκου γάλακτος. Μαζί με μερικά άλλα –συχνά εναρμονισμένες πολιτικές τιμών, μακρινές αποστάσεις και ακριβές μεταφορές– το γάλα στη χώρα μας φθάνει να είναι μέχρι και 60% ακριβότερο από πολλές χώρες της υπόλοιπης Ευρώπης. Πρόκειται δηλαδή για έναν προστατευτισμό με έμμεση επιδότηση από τις τσέπες καταναλωτών που υποφέρουν οικονομικά.
Δεν θα πρέπει να ενδιαφερόμαστε για τις ντόπιες παραγωγικές μονάδες; Όχι ακριβώς. Θα πρέπει να ενδιαφερθούμε για την ντόπια παραγωγή. Για όσους από τους υφιστάμενους παραγωγούς θέλουν και μπορούν να αλλάξουν και όσους καινούργιους θέλουν και μπορούν να επενδύσουν. Δύσκολο σε ένα κράτος και μια κοινωνία που –προς το παρόν τουλάχιστον– αντιστέκεται πεισματικά στις αλλαγές.
(1) Στοιχεία από ΤΟ ΒΗΜΑ 16/10/2012