`

Σκηνές που θα θέλαμε να ξαναδούμε 48.0

«ΑΛΙΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ» (1961, σκην. Αλέκος Σακελλάριος).
ΣΚΗΝΗ: Λίγο πριν την Ανάσταση, ο Ανδρέας (Δημήτρης Χορν), ένας ηλικιωμένος αστός που μένει σε μια βίλα στην Κηφισιά, δέχεται την επίσκεψη του φίλου του, Αγησίλαου (Σπύρος Μουσούρης), που παρά τα επίσης πολλά χρόνια του, δεν λέει να το βάλει κάτω - ερωτικά. Μπαίνοντας στο σαλόνι ο Αγησίλαος, προσφωνεί τον Ανδρέα... κατά τα ειωθότα:
- Γεια σου, βρε βρωμόγερε!
(Το ίδιο ειρωνικά) - Καλώς τον έφηβο των Αντικυθήρων!
(Προσπερνά την «μπηχτή» και συνεχίζει ακάθεκτος) - Πώς είσαι έτσι, βρε; Τι χρώμα είναι αυτό; Τι χάλια είναι αυτά που έχεις;
- Ποιος, εγώ;
- Εσύ!
(Ειρωνικά) - Ενώ εσύ... ε;
- Μωρέ, εγώ μπροστά σ' εσένα είμαι σαν ανιψάκι σου. Κι είμαι και 3 χρόνια πιο μεγάλος από σένα... Τρομάρα σου!
(Ανταποδίδοντας το χτύπημα) - Κάτσε κάτω, βρε... Κάτσε κάτω, βρε ερείπιο, μη σωριαστείς σαν το ναό του Σολομώντος!
Ακούγονται φωνές και γέλια από το δρόμο. Ο Αγησίλαος ρωτά:
- Τι 'ναι αυτά; Τι 'ναι αυτά;
- Ανάσταση σήμερα και μαζεύτηκαν πάλι τα κοριτσόπουλα...
(Γελώντας πονηρά) Δεν μου λες... και η Ρίτα; Η Ρίτα;
(Κουνώντας το κεφάλι με αποδοκιμασία) - Και η Ρίτα... Και η Ρίτα...
Ο Αγησίλαος ξεροβήχει αμήχανα. Μετά πηγαίνουν και οι δύο προς το κατάφυτο μπαλκόνι, βλέποντας κορίτσια και αγόρια να τρέχουν στο δρόμο με αναμμένα βεγγαλικά. Ο Αγησίλαος τον ρωτά ανυπόμονα:
-Πούν' τη; Πούν' τη;
- Τι να σου πω, τώρα ήταν εδώ... (Κοιτάζει με νόημα τον Αγησίλαο) Τι ωραίο κορίτσι όμως, ε;
- (Ξαναμμένος) - Κορίτσι... Τι κορίτσι, μωρέ; Κορίτσαρος!
- Λοιπόν, επειδή την ξέρω από παιδάκι, δεν την είχα προσέξει. Μια μέρα όμως, πριν από 3 χρόνια που κατέβαινα την οδό Οθωνος, την βλέπω πάνω σ' ένα ποδήλατο, μ' ένα γαλάζιο φόρεμα και με δυο άσπρους φιόγκους στα κοτσίδια της... Τι πράγμα, λέω, είναι αυτό!
(Εγκρίνοντας και επαυξάνοντας) - Μωρέ, αυτό είναι να το φας ολόκληρο!
- Εμ, να το φας βέβαια... Αλλά με τι δόντια;
(Απτόητα) - Με τη μασελίτσα μας... Σιγά-σιγά... Χράτσα-χρούτσα, χράτσα-χρούτσα, κι ό,τι καταφέρουμε...
Αργότερα, το ίδιο βράδυ, ο Αγησίλαος βρίσκει την ευκαιρία και ρωτά το αντικείμενο του πόθου του, τη δροσερή και όμορφη Ρίτα (Μάρω Κοντού), αν θα δεχόταν να παντρευτεί κάποιον που δεν θα ήταν νέος, αλλά θα είχε πολλά λεφτά. Η Ρίτα το σκέφτεται λίγο και μετά απαντά:
- Να σας πω... Πολλές φορές, ένα φτωχό κορίτσι αναγκάζεται να παντρευτεί ένα πλούσιο άνθρωπο που δεν τον αγαπά. Τώρα βέβαια, δεν θα 'ταν καλύτερα να τον αγαπάει; Αλλά κι αν δεν τον αγαπάει, κλείνει τα μάτια της και τον παίρνει, σαν φάρμακο εναντίον της αδεκαρίας...
Με αυτά τα λόγια η Ρίτα φεύγει και τους αφήνει μόνους στο σαλόνι. Ο Αγησίλαος στρέφεται στον Ανδρέα και του λέει με νόημα:
- Τ' άκουσες; Έναν άνθρωπο μεγάλο, φτασμένο, με λεφτά, θα τον έπαιρνε!
- Ναι, αλλά εσύ δεν άκουσες το άλλο!
- Ποιο άλλο;
- Πώς θα τον έπαιρνε...
- Ε, πώς θα τον έπαιρνε;
- Δεν άκουσες την ίδια που το είπε; Θα κλείσει, λέει, τα μάτια της και θα τον πάρει σαν φάρμακο... Πώς είναι, λοιπόν, δυνατόν να αγκαλιάζεις μια κοπέλα που θα ξέρεις ότι έχει τα μάτια της κλειστά, όχι από ευτυχία, αλλά από αηδία...
- Μωρέ, θα ευχαριστηθώ εγώ το λίγο που μου μένει;
- Ναι, αλλά δεν θα το ευχαριστηθεί εκείνη!
- Και τι με νοιάζει εμένα, μωρέ; Μπα!... Έχεις την εντύπωση δηλαδή ότι όταν κάθεσαι και τρως μια κότα κοκκινιστή, και ευχαριστιέσαι, είναι υποχρεωτικό να ευχαριστιέται και η κότα;
(Περιφρονητικά) - Τι να σου πω, μωρέ; Είσαι Βησιγότθος, τουλάχιστον!
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...