`

Σκανταλόπετρες, ελληνικά Μνημόνια με γράδα και ματζαρόλια…

Κοίταζε τη κάφτρα 
σαν μαγνητισμένος, 
χανόταν, ταξίδευε, 
πάνω στον ψιλόλιγνο 
καπνό της.

Ήταν σφουγγαράς ο 
Γιάννης Κόκκινος, δεν ήταν 
παίξε-γέλασε ιστορία. 
Κάθε που ξεκίναγε με τα 
καϊκια, σταυροκοπιόταν όλη 
η φαμίλια, στην αρχή η μάνα, έπειτα γυναίκα του, η Θοδώρα, που ήταν 
μαθημένη σε κλάματα και αποχωρισμούς, αφού είχε κι αυτή, τον πατέρα της, 
Γιώργη Σμαλιό, δεινό σφουγγαρά, έναν μύθο του πελάγους, όμως κάθε 
καλοκαίρι καρδιοχτυπούσαν, ανάβαν κεριά και θυμιατίζαν εικόνες, μέχρι την 
επιστροφή στο σπίτι. Η ανάγκη, όμως, δεν άφηνε περιθώρια για στεριανές 
θεωρίες, αληθινά βαθιές οι βουτιές, και ψωμοχορτασμένα στόματα.

Ο Γιάννης χτυπήθηκε από τη νόσο στα 1983 και σταμάτησε το κυνηγητό των 
σφουγγαριών, ήταν ελαφρύ το χτύπημα, κατάφερε να επανέλθει, όμως από τότε 
σταμάτησε τα βουτήγματα, κάθισε πάνω στις ζωντανές μνήμες, δεν τις 
πολυμοιράζεται, βλέπεις οι κανονικοί, οι στεριανοί, προσπερνούν, βλέπουν τον 
γιαλό και τρομάζουν, με τα θεριά που φαντάζονται πως κρύβει, νομίζουν πως ο 
άνθρωπος, αυτό είναι το πιο μεγάλο, έξυπνο αρπακτικό, αν τύχει και 
υποψιαστούν πως κάτι δεν παλεύεται, αλλάζουν ρότα, το αγνοούν, μέχρι τελικά 
να το εξολοθρεύσουν.

Τι να πρωτοθυμηθεί, αλλά και τι να αφήσει πίσω. Πρωτοβούτηξε πριν κλείσει τα 
δεκαοχτώ, η ανάγκη, αυτή είναι που μπορεί κάνει τους ανθρώπους πυραύλους, 
και ο Καλύμνιος ξεκίνησε τσιτσίδι, μόνο με πέδιλα και μάσκα, να κρατά την 
ανάσα του και να μετρά οργιές, μέσα στο βυθό, ξεριζώνοντας σφουγγάρια.

Το πρώτο καλοκαίρι, το 1966, γυρνούσε τις Κυκλάδες, μέσα στο καϊκι, τέσσερις 
μήνες λιγοστό φαϊ, ψαρέματα και σφουγγαρομαζέματα, για πληρωμή ένα 
τσουβάλι αλεύρι, με αυτό γύρισε στο σπίτι της μάνας του, και πήρε το βάφτισμα 
του σφουγγαρά.

Από τότε πέρασε και σχολειό, του μάθαν να ξεχωρίζει τον καλό, από το κακό 
σπόγκο, έμαθε κρυφές ανάσες και μυστικές προετοιμασίες, για να πέφτει πιο 
βαθιά και με τα καλοκαίρια έσπασε η χολή του, δεν τον τρόμαζαν πια, ούτε τα 
μεγάλα, σαν βουβάλια ψάρια, ούτε ο μαύρος σαν πίσσα βυθός, που μόνο 
φαντάζεσαι τι έχει τριγύρω και σκιάζεται η ψυχή σου.

Στα πρώτα χρόνια έπεφτε ολόγυμνος, πρώτος ο καπετάνιος του σκάφος, με ένα 
μακρύ καμάκι, μετρούσε οργιές και έβρισκε το σφουγγάρι, έπαιρνε μια βαθιά 
ανάσα ο Γιάννης και δώστου μέσα, όσο να μετρήσεις ήταν πάνω, έφερνε και το 
λάφυρο, έπειτα μοσχοπουλιόταν, για καθημερινό εργαλείο στο μπάνιο ή λούσο, 
στολίδι στα ξενικά σαλόνια.

Ξανοιγόταν όσο περνούσε ο καιρός, έμαθε τη σκανταλόπετρα, που ζύγιζε 12 
οκάδες και βοηθούσε τον δύτη, να πάει σα σκαντάλι, βολίδα, στον πάτο της 
θάλασσας, για να έχει περισσότερο χρόνο και ανάσα, να τρυγίσει με μεγαλύτερη 
ευκολία το βυθό.

Έκαμε και ένα φεγγάρι με το σκάφανδρο, εκεί πια ήταν ολόκληρη επιστήμη, 
βάλε τη μουσαμαδιά (έτσι λέγαν τη στολή), τα μολυβένια παπούτσια, βάλε και τη 
περικεφαλέα και δώσε μια να πάς σαν αστροναύτης κάτω.

Δεν ήταν όμως άπνοια, με μια ανάσα, τώρα είχε τον σωλήνα, που του έδινε 
οξυγόνο και έμενε στο βυθό για ώρα, ανάλογα με το βάθος, περπατούσε στις 30 
ή 40 οργιές και μάζευε σφουγγάρια.

Γράδα και ματζαρόλια, μετρούσε ο μαρκουτσέρης, αυτός που του παρείχε με το 
μαρκούτσι το οξυγόνο, κοιτούσε το βάθος και το χρόνο, τα λεπτά, που ήταν ο 
σφουγγαράς μέσα στο βυθό, ενώ ο κολαουζιέρης κρατούσε το σκαντάλι, το 
σκοινί, που είχε δεμένο το δύτη, τον κατεύθυνε από το σκάφος και στο τέλος τον 
ανέβαζε πάνω.

Στο τέλος έμαθε και το κομπρεσέρ, το εργαλείο που τροφοδοτεί με αέρα τον 
δύτη, τον κάνει εντελώς αυτόνομο, αλλά κάνει και πιο εύκολο το χτύπημα από τη 
νόσο των δυτών, το πέρασμα φυσαλίδας με άζωτο στο αίμα και τους ιστούς 
αφήνοντας ανεπανόρθωτα κουσούρια στους σφουγγαράδες.

Έτσι κι ο Γιάννης, εκεί τον κοπάνησε η νόσος και σταμάτησε, όμως δεν έκοψε το 
τσιγάρο, που τόμαθε αναγκαστικά, με την κάθε ανάδυση, αφού είναι το πρώτο 
πράμα που κάνει ο σφουγγαράς,όταν βγαίνει από τον βυθό, πριν κάν βγάλει τη 
μουσαμαδιά, του μπήγαν ένα αναμμένο στριφτό στο στόμα, αν το άντεχε 
ήταν το σημάδι, πως δεν είχε κανένα πρόβλημα. Αν, όμως, δεν άντεχαν τα 
πνεμόνια τον καπνό, τότε είχε τσακώσει τη νόσο, ο δύτης σε λιγάκι θα είχε πιο 
βαριά συμπτώματα, έψαχναν για θαλάμους αποσυμπίεσης ή του ξαναφορούσαν 
στολές και περικεφαλαίες και τον πέταγαν στη θάλασσα, μήπως και γίνει η πίεση 
του νέρου το γιατρικό.

Έχει ξεχάσει τους χοντρούς γαλέους και τα μεγάλα ψάρια, αυτά που 
κολυμπούσαν αμέριμνα κοντά του, όμως ακόμα θυμάται τον γλυκαμένο για 
άνθρωπο «σκύλο», που έπεσε πάνω στο θείο του, Νίκο Κουτσουράη, ίσα που 
πρόλαβε και ανέβηκε στη βάρκα, έκαμε μια χαψιά τα πέδιλα που φορούσε, και 
τα έκαμε κομμάτια.

Άλλη μια φορά άκουγε έναν παράξενο θόρυβο, ήταν δεν ήταν στις 20 οργιές, 
ανατρίχιασε και βγήκε βιαστικά πάνω στο σκάφος, έπειτα από λίγο πλησίασε το 
καϊκι ένα θεόρατο σκυλόψαρο, με δύο πτερύγια, ακόμα το θυμάται και 
τρομάζουν τα μάτια του, μα δεν θέλει να κάνει περιγραφές, ούτε να δίνει 
στίγματα, τρομάζουν οι γνωστοί που τον ακούν και κοιτούν με δέος τη θάλασσα, 
βλέπεις τα σκυλιά όταν πλησιάζουν, ακούγονται από τα δόντια που τρίβουν, που 
τα προετοιμάζουν και τα ακονίζουν.

Η εποχή με σκανταλόπετρες για μεροκάματο και μαξιλάρι έσβησε, σήμερα η 
άπνοια είναι μονάχα σπορ και άθλημα, έρχονται στη Κάλυμνο, σε όλα τα 
δωδεκάνησα, ένα σωρό ερασιτέχνες βουτηχτές, για να μετρήσουν τα όρια τους, 
σε βάθη και ανάσες.

Ούτε και κρυφά θεριά κρύβουν πια τα πελάγη, πάνε κι αυτοί οι μύθοι, αν τύχει 
και φανεί κανένα μεγάλο, παράξενο ψάρι, θάναι κανένας λαγοκέφαλος, 
επιστημονικά το lagocephalus sceleratus, παράγει την τοξική, δηλητηριώδη 
ουσία τετραδοτοξίνη και µπορεί να προκαλέσει ακόμα και το θάνατο, από 
πνευµονική ανεπάρκεια, για εκείνους που το μαγειρέψουν.

Γιαπωνέζοι και κορεάτες μαγείροι αφαιρούν το συκώτι και τα όργανα 
αναπαραγωγής του ψαριού και το μαγειρεύουν, όμως αρκετοί από τους 
ανατολίτες γκουρμέ έχουν χάσει τη ζωή τους.

Ωστόσο μέχρι να μάθουμε κι εμείς να το τρώμε, το ίδιο θα έχει φάει ό,τι κινείτε 
στο βυθό της μεσογείου, αφήνοντας μας φωτογραφίες και αλμυρές μνήμες, 
αυτές που εύκολα σιγοκαίγονται από τις καθημερινές ανάγκες.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...