`

Αθάνατο φιδάκι!.. του Νίκου Ορφανού

(άρθρο καλοκαιρινής θεματολογίας,συνειδητά αντιστεκόμενο στον 
πολιτικό σχολιασμό 
των ημερών).

Τα χρόνια τα παλιά, που ακόμη τα ρέματα μένανε ακάλυπτα, και οι εργολάβοι δεν τα είχανε μπαζώσει, προκειμένου να χτίσουν διαμερίσματα με θέα πάνω στο ύψωμα, τα κουνούπια στην πόλη ήσαν ενδημικά. Ίσως όχι τόσο όσο σε περιοχές με βάλτους και αγρούς, όπως η Λαμία επί παραδείγματι, ή τα χωριά του Νέστου στην Ξάνθη, αλλά τέλος πάντων, καθόσον ο κλιματισμός ακόμη αργούσε και τα καλοκαιρινά βράδια αναγκαστικά κοιμόσουν στη βεράντα, στρωματσάδα, η πλέον ενδεδειγμένη αντιμετώπισις ήτο το λεγόμενο «φιδάκι». Ήτοι, ένα σπειροειδές πρασινωπό από συνθετικό υλικό, βραδύκαυστο εντομοαπωθητικό, το οποίο ζαβλάκωνε τα κουνούπια, αλλά και τον άνθρωπο ενίοτε, από τη βρωμερή, πλην χαρακτηριστική μυρωδιά του. Αφού κατάφερνες να ξεμπλέξεις τα δύο σπειροειδή, σχήματος κουλουριασμένου μικρού φιδιού, κομμάτια του, το τοποθετούσες επάνω στη μεταλλική βάση με τη μυτούλα, τσαφ το άναβες, η φλόγα που έπιανε έσβηνε γρήγορα, αφήνοντάς το να καίγεται αργά-αργά και μεθυστικά.
Το φιδάκι το ηρωικό προφύλαξε αμέτρητες καλοκαιρινές νυχτιές τον ύπνο του λαού μας, μας διευκόλυνε δεκάδες καλοκαίρια να απολαύσουμε τις θερινές ταβέρνες, τις εξοχικές νυχτερινές βεγγέρες, και η ιδιαίτερή του οσμή, σφράγισε οσφρηστικά τα παιδικά μας χρόνια. Εφέτος, που οι, κιμπάρικες σε γήπεδα, περιφέρειες και λογής νομαρχίες ολιγώρησαν εις τον ετήσιο ψεκασμό, με αποτέλεσμα να έχει γεμίσει η πρωτεύουσα και όχι μόνο, με σμήνη κουνουπιών, το φιδάκι κατατροπώνει εκ νέου όλα τα ταμπλετοειδή ηλεκτρικά εντομοαπωθητικά.
Εσχάτως, εκυκλοφόρησε και φιδάκι με άρωμα γεράνι, ραφινάροντας κατά τι, τη βρωμερή του παρουσία.
Περιδιαβαίνοντας λοιπόν, στο υπερμάρκετ της γειτονιάς, διέκρινα στο ράφι με τα είδη βεράντας και λοιπά κεριά, μία ωραιότατη μεταλλική βάση για φιδάκι. Διότι, το χρησιμότατο αυτό απωθητικό, ξεχάσαμε να πούμε, ότι έπρεπε να το τοποθετήσεις κάπου που να πέφτουν και οι στάχτες του, κατά προτίμηση σε μεταχειρισμένα τσίγκινα ταψάκια από γαλακτομπούρεκον ή μπακλαβάν.
Πιάνω στα χέρια μου τη μεταλλική βάση. Η βάση ανοίγει στα δύο, είναι σκαλισμένη με γουστόζικα σχεδιάκια, κρατάει καλά σε ένα τριποδάκι και έχει μια μεταλλική μύτη, με γείσο στη βάση για να μαζεύει τις στάχτες. Φυσικά, ήτο μέιντ ιν Τσάινα.
Κοίτα, φίλε μου, να δεις, τόσα χρόνια το τοποθετούσαμε εδώ κι εκεί, και έπρεπε να έρθει ο μετακομμουνιστής απόγονος των Σιν, για να συλλάβει την ευρεσιτεχνία και να το λανσάρει μαζικά στην αγορά. Σωρηδόν ο κόσμος να το αγοράζει, όση ώρα το περιεργαζόμουν. Να μια ωραιότατη ιδέα που δίνει μια έξυπνη μικρολύση στην καθημερινότητα. Πώς δεν το σκεφτήκαμε εμείς νωρίτερα, βρε παιδί μου; Θα μου πεις, δεν είχαμε τον απαραίτητο χρόνο, καθότι είχαμε να μελετήσουμε για τις προσλήψεις του Ασέπ.
Πήρα μία βάση και την έριξα στο καλάθι. Αργότερα, μέσα στο θερινό βραδάκι, θα απολάμβανα την καύτρα του να λαμπυρίζει.
Με τις υγείες μας.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...