`

Για μια ώρα...

Τελευταίες μέρες του 
Μάη κι ο καιρός αρνείται πεισματικά να φορέσει 
για τα καλά την 
καλοκαιρινή του φορεσιά.

Ακόμη και στα κουνούπια διακρίνεις μια βαρεμάρα, μια διαταραγμένη συμπεριφορά. Σαν να μη θέλουν να ενταχθούν στο παράταιρο κλίμα.
Είναι κι αυτό το φεγγάρι, ολοστρόγγυλο μες στο ασήμι του, λες και θ’ απλώσεις το δάχτυλο και θα το χαϊδέψεις.
Κάθομαι στο μπαλκόνι του 6ου χωρίς καμία επαφή με τον κάτω κόσμο, που είναι ερημικός -έτσι κι αλλιώς- στις 4 τα ξημερώματα. Τα αστέρια, μου κάνουν συντροφιά. Προσπαθεί μάταια η Μπιζού να τραβήξει το ενδιαφέρον μου τρίβοντας το γκρι τρίχωμά της στα πόδια της καρέκλας. Μπαίνει σε περίεργα μονοπάτια τέτοιες ώρες το μυαλό μου. Ακούγεται ο αχός της πόλης σαν ηρεμιστικό, σε μορφή ήχου.
Είναι άδεια η ψυχή μου. Και το απολαμβάνω κάποιες φορές. Τι είχα, τι έχασα, ποια μυστικά κράτησα, τι μοιράστηκα, ποιον δεν τόλμησα ν' αγγίξω, ποιον δείλιασα να διαλύσω, να διαμελίσω. Τι άρπαξα, τι χάρισα, σε ποιους έστρωσα χαλιά, σε ποιους δεν τα τράβηξα.
Για λίγο μπήκα στο κουτάκι των αναμνήσεων, να ξεδιαλύνω όνειρα και παγίδες. Φίλους κι εχθρούς. Το εύκολο γνώριμο, παιχνίδι της νοσταλγίας.
Και είπα να το πάρω αλλιώς. Να φανταστώ τον ιδεατό μου κόσμο. Να φύγει το σαράκι της κατάθλιψης, έστω για λίγο. Τον δικό μου μικρόκοσμο. Του καθενός, στην τελική.
Να ζούσα για μια ώρα που να μην είχε χρόνο. Μια άχρονη ώρα. Πριν δημιουργήσει ο άνθρωπος τον χρόνο τον μίζερο, τον ζηλιάρη, τον κλέφτη των στιγμών.
Να ζούσα σε μια μονοκατοικία με δεκάδες χρώματα από λουλούδια να την αγκαλιάζουν. Σε μια γωνιά του κήπου ένα μικρό λευκό κιόσκι να παζαρεύει με την ευτυχία των ανθρώπων. Να προφυλάσσει απ' τη βροχή, απ' τον ήλιο, απ' τα αδιάκριτα βλέμματα. Αν υπάρχουν στον κόσμο μου τέτοια βλέμματα.
Χωρίς μάντρα, χωρίς συρματοπλέγματα. Να καλημερίζω τον διπλανό μου παίρνοντας ομορφιά και ζωή απ' το χαμόγελό του. Αδέσποτα παραέξω να βρίσκουν φαγητό και νερό σε κάθε γωνιά.
Ένας φίλος, άντε δύο, ο καθένας με τον ρόλο του. Να μοιράζομαι μυστικά, αλλά όχι ψέματα. Όχι ματιές φθόνου, ούτε κακίες υπό τύπου αστειότητας, που είναι τόσο της μόδας. Να γελάμε με τη μεγαλοψυχία της ζωής. Αυτό το δώρο που μας χαρίστηκε και το κάναμε όπλο μαζικής καταστροφής.
Εναν φίλο να έχω το θάρρος να του πω -αυτή τη στιγμή δεν σ' αγαπάω, όσο αγαπάω εμένα- και να μη θυμώσει. Να μη στάξει δηλητήριο από τη γλώσσα, έστω και στα κρυφά.
Μια ώρα δίχως i-phone, χωρίς wi-fi, τηλεόραση, smart-phone και ένα σωρό παπαριές που πιστέψαμε ότι δεν μπορούμε χωρίς αυτά. Ίσως μια συσκευή τηλεφώνου, απλή, να μιλήσω με κάποιον που είναι μακριά μου. Να μοιραστώ τη λύπη μου, τη χαρά μου, την απελπισία μου, το γέλιο μου. Να κανονίσω μια συνάντηση. Ένα «ραντεβού». Να προετοιμαστώ γι' αυτό, να ντυθώ, να γίνω όμορφη κι όχι να βγω σαν το παρτάλι και να βαυκαλίζομαι ότι είμαι και στη μόδα! Να περιμένω να περάσει η ώρα για να φύγω... χωρίς την ύπαρξη ρολογιού.
Μια ώρα χωρίς φαρμάκι στους νευρώνες του εγκεφάλου, στην ουσία, χωρίς μίσος. Να αγαπάω, μόνο να αγαπάω!
Με τον γείτονά μου, τον μουσουλμάνο, να τσακώνομαι μόνο για τη διαφορά στη γεύση των φαγητών μας.
Μια ώρα άχρονη που θα χτυπήσει το κουδούνι ο υπάλληλος του δήμου να μου ζητήσει συγνώμη που τα σκουπίδια έμειναν δυο μέρες παραπάνω στους κάδους... και σύντομα θα λυθεί το πρόβλημα. Και, το σημαντικότερο, να τον πιστέψω.
Ένας άντρας και η «συντροφιά» του. Να έχει καθαρή ματιά. Ερωτική, αλλά καθάρια. Να με αγκαλιάζει και η δεύτερη σκέψη να μην είναι πώς θα χουφτώσει τα στήθια μου. Ας είναι η τέταρτη ή η πέμπτη σκέψη. Ν' αλλάξουν οι προτεραιότητες. Να μου προσφέρει ένα λουλούδι, ένα -όχι τις άμορφες ανθοδέσμες που δέχομαι ανά καιρούς- και να μη δω ανυπομονησία για αντάλλαγμα.
Μια ώρα με ανιδιοτέλεια. Μια ώρα με δράση, χωρίς αντίδραση.
Με λευκές κουρτίνες να ανεμίζουν στις ανοιχτές μπαλκονόπορτες τις νύχτες του καλοκαιριού, χωρίς τον φόβο του εισβολέα.
Τα εκατοντάδες τέρατα που έχουν εμφανιστεί στη ζωή μας, να αφανιστούν δίχως την αντικατάστασή τους.
Χωρίς σύμβολα να μας τρομάζουν, χωρίς σημαίες, σαν λάβαρα πολέμου. Χωρίς σταυρούς στα χέρια των ανθρώπων, από φόβο. Χωρίς αρχηγούς πάνω σε άμβωνες, με χρυσοποίκιλτες φορεσιές, να μιλούν για μίσος... για καθωσπρεπισμό. Χωρίς πολιτικούς με παραγεμισμένες κοιλιές απ' το φαγοπότι δεκαετιών, ρήτορες της χλαπάτσας που μας ρίχνουν και ευθύνη ότι κι εμείς μαζί τους ήμασταν στο γλέντι.
Να μην ασπρίζουν οι αρθρώσεις των δακτύλων απ' το σφίξιμο της τσάντας μας, όταν τολμάμε να βγούμε μια βόλτα... λίγο πιο κεντρικά απ' όσο μας επιτρέπεται!
Μια ώρα που όποιο στόμα πεινάσει, θα απλωθεί ένα χέρι να του δώσει ένα κομμάτι απ' το παντεσπάνι του. Που ένα ζευγάρι αγοριών ή κοριτσιών θα νοιώσει την ανάγκη να αισθανθούν να ενώσουν τα χείλη στη μέση του δρόμου και δεν θα ρίξουν ματιά ενοχής παραδίπλα. Που κανείς ανεγκέφαλος κομπλεξικός δεν θα χλευάσει.
Μια ώρα χωρίς υποκρισία, χωρίς σαπίλα, δυσωδία, χωρίς ρεμάλια, κατακάθια, πατσαβούρες με τη μορφή ανθρωποειδών, δίχως ρατσισμό, δίχως δάχτυλο στη μούρη, χωρίς ψέμα, αλητεία. Χωρίς η ΥΛΗ να έχει τον πρώτο λόγο σε όλα. Έχει πάρει τη μορφή των πάντων. Είναι εξουσία. Να κυριαρχήσει το συναίσθημα και, ναι, θα είναι όλα διαφορετικά.
Ονειρεύομαι στις 4 τα ξημερώματα, σ’ ένα μπαλκόνι κάτω από έναν έναστρο ουρανό, η αφελής, έναν κόσμο που δεν θα τον ζήσω ποτέ. Έναν κόσμο που μόνο η μαστούρα μπορεί να τον προσφέρει, σαν παραμύθι.
Την ψυχή μου στον διάολο πουλούσα για να ζήσω αυτό τον κόσμο, για μια ώρα. Έστω, για μια ώρα...
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...