`

Συνέντευξη με τον Πάνο Μουζουράκη.


Αυτό που θέλω, για 
το μέλλον, είναι να 
ξέρω τι θέλω να πω. 
Ή εάν δεν έχω να πω τίποτα, να βγω και να 
πω «παιδιά, δεν έχω 
να πω τίποτα».



Με τον Πάνο βρεθήκαμε, έχοντας σαν αφορμή την κυκλοφορία του δεύτερου προσωπικού «ιπτάμενου δίσκου» του. Μιλήσαμε αρκετή ώρα για πολλά θέματα και στο τέλος της συνάντησής μας καταλάβαμε ότι είχαμε πει ελάχιστα πράγματα για τη νέα δισκογραφική του δουλειά. Δεν φάνηκε όμως αυτό να τον ενοχλεί ιδιαίτερα. Εξάλλου, ήταν αναμενόμενη αυτή η εξέλιξη, καθότι με τον Πάνο γνωριζόμαστε πολλά χρόνια και δεν θα μπορούσαμε ποτέ να έχουμε κάνει μια «τυπική συνέντευξη».


Για να ξεκινήσουμε, Πάνο, θα ήθελα να σε ρωτήσω το εξής: τι είσαι, τι θες να είσαι και τι σχέση έχουν αυτά τα δύο μεταξύ τους; Γιατί η αλήθεια είναι ότι καταπιάνεσαι με πολλά.


Δεν ξέρω. Μάλλον είμαι η εξέλιξη ενός μικρού Πάνου, που έγινε αυτό που είναι τώρα. Δεν ήταν σχεδιασμένο ακριβώς, οπότε, φαντάζομαι δεν είναι σχεδιασμένο ούτε αυτό που θα γίνω κάποια στιγμή. Δεν μπορώ να πω ότι δεν ήθελα να γίνω αυτό που είμαι σήμερα. Μπορεί να μην το πίστευα, αν μου έλεγε κάποιος τότε, ότι θα παίξω στην τηλεόραση, ότι θα τραγουδήσω, ότι θα γράψω δικά μου τραγούδια που μπορεί να αγγίξουνε και δυο τρεις ανθρώπους από κάτω, αλλά σίγουρα το ήθελα. Οπότε νομίζω ότι κατά ένα μέρος έχω καλυμμένο τον Πάνο του παρελθόντος σε σχέση με τα όνειρά του. Το κακό είναι πως όταν κατακτάς κάποιους στόχους, μπαίνεις στην κατάσταση του «και τώρα;». Έτσι μπαίνεις σε μια διαδικασία και αρχίζεις να ψάχνεις πιο πολύ μέσα σου. Γιατί ήθελες να τα κάνεις αυτά τα πράγματα; Γιατί όταν ήσουν δεκαπέντε χρονών ήθελες να κάνεις αυτό το πράγμα; Τι ήθελες να πεις; Και τώρα που έχεις αυτό το βήμα και έχεις καταφέρει μερικά πράγματα, πως θα πας παρακάτω; Οπότε ουσιαστικά αυτό που θα ήθελα να γίνω θα ήταν ένας απόλυτα συνειδητοποιημένος άνθρωπος πάνω στο λόγο της ύπαρξής του. Να υπάρξει κάτι στο οποίο να μπορώ να πιστέψω ή, τέλος πάντων, να νοήσω και να παραδεχτώ ότι δεν υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος ύπαρξης. Να μου αποκαλυφθεί ένα μυστήριο πάνω στο οποίο θα μπορέσω να καθοδηγήσω τα υπόλοιπα βήματά μου, γιατί με βαραίνει η ευθύνη του μικροφώνου, του βήματος και της σκηνής, γνωρίζοντας ότι σε έναν ελάχιστο βαθμό μπορεί να επηρεάσω κάποιον, αρνητικά ή θετικά. Οπότε αυτό που ουσιαστικά θέλω για το μέλλον είναι να ξέρω τι θέλω να πω. Ή εάν δεν έχω να πω τίποτα, να βγω και να πω «παιδιά, δεν έχω να πω τίποτα. Ήταν ωραίο το ταξίδι».


Υπάρχει η άποψη ότι για να βρούμε αυτό που πραγματικά θέλουμε στη ζωή μας, πρέπει να ανατρέξουμε στα παιδικά μας χρόνια.


Ναι, αλλά τα κριτήρια της ευτυχίας αλλάζουν ανάλογα με την ηλικία. Οπότε είναι πολύ εύκολο να αλλάζει ο στόχος σου κάθε φορά.
Καμία αντίρρηση. ‘Ισως, όμως, στην παιδική ηλικία να μπορεί κανείς να βρει τον προσανατολισμό του. Σίγουρα δεν υπάρχει εκεί ο καθορισμένος στόχος, αλλά ο προσανατολισμός υπάρχει. Εσύ πως ήσουν μικρός;
Κοίτα, εγώ ήμουν πάντα εγωκεντρικός, από μικρό παιδάκι. Μπορεί να μη μιλούσα στις παρέες και να ήμουνα κλεισμένος στον εαυτό μου, αλλά ουσιαστικά προσπαθούσα να βρω έναν τρόπο να τραβήξω την προσοχή των άλλων. Να είμαι διαφορετικός ή αστείος και αρεστός στην υπόλοιπη παρέα. Δεν είχα όμως το μέσο ή το μυαλό ή τον τρόπο να το κάνω αυτό σε μικρή ηλικία. Και τον έψαχνα διαρκώς. Οπότε, όλη αυτή η – κατά κάποιο τρόπο – καταπίεση μπορεί και να με έκανε να θεωρήσω πολύ σημαντική την εξωτερίκευση όλων αυτών των συναισθημάτων αργότερα. Γιατί ένα παιδί που από τα δώδεκά του ήταν πρόεδρος της τάξης, μετά στο πανεπιστήμιο ήταν πρόερος της ΠΑΣΠ ή κάτι τέτοιο, έχει μπει σε αυτό το ρόλο. Έχει συνηθίσει. Τον έχει μάθει. Δεν τον θεωρεί κάτι σπουδαίο. Ή μπορεί να θεωρεί ότι η ζωή του τέλειωσε όταν τα έφτιαξε τελικά με τη γκόμενα στη δευτέρα γυμνασίου και αργότερα παντρευτήκανε και κάνανε και ένα παιδί. Επειδή όμως εμένα δεν μου έκατσε ποτέ η γκόμενα στη δευτέρα γυμνασίου, ήμουνα πάντα στο ψάξιμο του γιατί δε μου κάθεται η γκόμενα (γέλια). Ίσως αυτό να ταιριάζει και με τα λόγια του Πανούση στο βιβλίο του «Το κυνήγι της γκόμενας», ότι δηλαδή ο απώτερος στόχος της τέχνης είναι να βγάζουμε γκόμενες (γέλια).


Πως σου φαίνεται όλη αυτή η αναγνωρισιμότητα; Πως την αντιμετωπίζεις;


Κοίταξε, η αναγνωρισιμότητα είναι ένα βήμα προς την κοινωνική αποδοχή. Βέβαια δεν λειτουργεί πάντοτε έτσι.


Ναι, γιατί μπορεί να πετύχεις την αναγνωρισιμότητα χωρίς να σε αποδέχεται το κοινωνικό σύνολο.


Σίγουρα. Ευτυχώς όμως υπάρχει μια ευρεία κοινωνική απόδοχή. Ένας φίλος μου λέει ότι δεν μπορεί να καταλάβει τη διάθεση των ανθρώπων σαν κι εμένα να βρισκόμαστε μπροστά από τα φώτα και το αποδίδει σε μια γεννετική ανωμαλία. Όντως υπάρχει ένα ψώνιο και για κάποιο λόγο θέλεις να γίνεις αναγνωρίσιμος. Ο καθένας το κάνει με διαφορετικό τρόπο. Εγώ το κάνω πιο πολύ για λόγους αγάπης και επικοινωνίας, για να «πηδήξουμε τα προκαταρκτικά». Γιατί με είδες εκεί, νομίζεις ότι με ξέρεις. Και να γνωριστούμε όμως καλύτερα, καλύτερα δεν θα με μάθεις, γιατί ούτε εγώ ξέρω τι ακριβώς είμαι, οπότε ας αγαπηθούμε (γέλια).


Θα χαρακτήριζες την αναγνωρισιμότητα συμπτωματική;


Συμπτωματική;


Δηλαδή, είναι κάτι που προκαλεί μόνο αυτός που του συμβαίνει ή θα μπορούσε να συμβαίνει και στον διπλανό αλλά δεν το κυνήγησε ή δεν το πίστεψε; Είναι τυχαία η αναγνωρισιμότητα;


Ναι, φαντάζομαι ότι αν θες να αποκτήσεις αναγνωρισιμότητα και έχεις το ψώνιο και γράφεις μουσική που θέλεις να παρουσιάσεις στον κόσμο και να γίνει αποδεκτή και να δεις κάποιον να τη σιγοτραγουδάει και να νιώσεις αυτή την επικοινωνία που λέγαμε προηγουμένως... Ναι, πιστεύω ότι ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε να το κάνει. Είναι αυτό που έλεγε ο Bill Hicks: «Όταν ήμουν μικρός, μου είπανε ότι μπορούσα να γίνω ό,τι θέλω. Είτε σήμαινε πρόεδρος, είτε πρωθυπουργός, είτε τραγουδιστής, είτε – κάτι που τότε είχαν ανακαλύψει – αστροναύτης. Αλλά εγώ πάντα ήθελα να είμαι εκείνη η μοναχική φωνή μέσα στην ερημιά, η οποία θα πολεμάει το κακό και την αδικία, όπου και να την έβρισκα». Ο καθένας φαντάζομαι το κάνει για δικούς του προσωπικούς λόγους, οι οποίοι, πάλι, για κάποιο λόγο, πιστεύω ότι οφείλονται σε έλλειψη αγάπης. Όλοι ουσιαστικά αυτό αποζητούμε. Η προσοχή που επιδιώκουμε είναι γιατί από κάπου θέλουμε να πιαστούμε. Όταν γράφω ένα τραγούδι για μια προσωπική μου εμπειρία και βλέπω και τον άλλο από κάτω να ταυτίζεται ή όταν λέω ένα αστείο και ο από κάτω γελάει γιατί έχει βιώσει κι εκείνος κάτι αντίστοιχο, τότε επικοινωνούμε, είμαστε στην ίδια μεριά, μοιραζόμαστε. Είναι σα να αθωώνεις όλη την ανωμαλία σου, τη μοναξιά των εσωτερικών σκέψεών σου. Είναι ψυχοθεραπεία. Group therapy. Όλο ξεφεύγω από τις ερωτήσεις. Νομίζω ότι πρέπει να γίνω πολιτικός.


Εγώ νομίζω ότι δεν πρέπει να γίνεις πολιτικός.


Δε με αφορά έτσι κι αλλιώς.


Αυτό που θέλω να σε ρωτήσω έχει να κάνει με τη χρήση και τη χρησιμότητα του τραγουδιού. Ποια είναι η χρήση και η χρησιμότητα του τραγουδιού; Το τραγούδι προσφέρει διασκέδαση. Ψυχαγωγία επίσης. Υπάρχουν άλλες χρήσεις και χρησιμότητες του τραγουδιού;


Ο Μπαλάφας το κάνει πολύ καλά. Ο Μπαλάφας είναι από τους δημιουργούς που έχουν κοινωνικό στίχο. Βγάζει και μελωδικότητα. Πιστεύω πως ο Λεωνίδας έχει ένα υπέρτατο χάρισμα. Μπορεί να συνδυάζει την κατάλληλη μελωδία με τον κατάλληλο στίχο. Όταν για πρώτη φορά ο Λεωνίδας μού διάβασε το στίχο του «Όλα»: «όλα πάρτα όλα και μην αφήσεις τίποτα», μου φάνηκε σαν σκυλάδικο. Φανταζόμουνα μια άλλη μουσική σκηνή. Φανταζόμουνα πιο πολύ το Διογένης Παλλάς. Και όμως το έκανε τόσο ωραίο, έβαλε την κατάλληλη μουσική, τις κατάλληλες νότες, το έντυσε και πέτυχε τον ιδανικό συνδυασμό στίχου, μουσικής και ερμηνείας. Αυτά είναι τρία πράγματα που θα δώσουν το σωστό αποτέλεσμα και δεν θα το κάνουν φτηνό ή εύκολο και θα σε κάνουν να το προσέξεις κιόλας. Από εκεί και πέρα, νομίζω ότι όλα τα τραγούδια του Λεωνίδα με κοινωνικό στίχο έχουν «περάσει» στα δικά μου αυτιά. Οπότε τον θεωρώ ταλέντο σε αυτό το πράγμα. Εμένα δε μου αρέσει τόσο πολύ να «σηκώνω το λάβαρο της επανάστασης». Δεν πιστεύω ότι η επανάσταση θα γίνει μέσα από το να κάψουμε τη Βουλή ή να κάψουμε την τράπεζα ή να σπάσουμε τη βιτρίνα. The revolution will not be televised. Είναι ένα καταπληκτικό τραγούδι, που θα σου βάλω μετά και λέει: «η επανάσταση δεν θα παίξει στην τηλεόραση, η επανάσταση δεν θα παίξει στα ραδιόφωνα, η επανάσταση δεν θα έχει το Μουζουράκη να σε παρακινεί, η επανάσταση δεν είναι αυτό το τραγούδι». Για μένα η επανάσταση είναι μέσα μας. Είναι η εξέλιξη. Και ποτέ δεν ήρθε η εξέλιξη μέσα από το ipad ή μέσα από το πιο γρήγορο αυτοκίνητο ή τη λιγότερη ρύπανση ή την ανακύκλωση. Η εξέλιξη έρχεται από τη δική σου προσωπική καλλιέργεια. Δεν ξέρω αν αυτό το πράγμα γίνεται διαβάζοντας ένα βιβλίο ή επιλέγοντας τις σωστές παρέες ή αν είναι κάτι συμπτωματικό και ανθίζει ξαφνικά μέσα σου και ξυπνάς ένα πρωί και είσαι ένας άλλος άνθρωπος πιο εξελιγμένος, αλλά πιστεύω ότι η εξέλιξη θα συμβεί και θα μας οδηγήσει παρακάτω στην επανάσταση. Βέβαια, σίγουρα υπάρχουν τα καθάρματα και τα καθίκια αυτού του κόσμου, οι οποίοι δεν το έχουνε σε τίποτα να σκοτώσουνε νεογέννητα παιδιά στην Αφρική, δεν το έχουνε σε τίποτα να ξεκινήσουνε έναν πόλεμο για το πετρέλαιο, δεν το έχουνε σε τίποτα να χρεωκοπήσουν – ή μάλλον να προσποιηθούν ότι θα χρεωκοπήσουν – την Ελλάδα για να μας ξεπουλήσουν και να μας υποδουλώσουν.


Το τραγούδι πάντως, εκτός από το περιεχόμενό του, μπορεί και σα μέσο να έχει άλλες χρήσεις πέραν της ψυχαγωγίας. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος: στις 8, 9 και 10 Απριλίου θα γίνει ένα φεστιβάλ στο μπλόκο των κατοίκων της Κερατέας. Εσύ θα πας εκεί και θα μεταφέρεις τα φώτα της δημοσιότητας στην Κερατέα και στο πρόβλημα των κατοίκων της, ακόμα και τραγουδώντας ένα ερωτικό τραγούδι στη συναυλία. Με τον τρόπο αυτό, το ερωτικό τραγούδι που θα πεις αποκτά έναν κοινωνικό χαρακτήρα. Ισχύει αυτό;


Είχα πάει πριν από χρόνια στην πλατεία Αριστοτέλους σε μια συναυλία που γινόταν για τους βομβαρδισμούς στη Σερβία. Εκεί είχα δει ένα συνάδελφο, ο οποίος ανέβηκε να τραγουδήσει για τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία και είπε ένα τελείως άσχετο τραγούδι. Κι εγώ σκέφτηκα ότι ήταν άσχετο με το θέμα. Τι προσπαθούσε να κάνει; Να πουλήσει τον δίσκο του; Αυτοί μάλλον ήταν μικροκομπλεξισμοί ενός μη φτασμένου και – ίσως – ποτέ φτασμένου καλλιτέχνη, τους οποίους μπορεί να τους αντιμετωπίζω και εγώ στην κατάστασή μου και δεν ξέρω ποια είναι η αλήθεια. Παίζοντας στην Κερατέα το «Φίλα με ακόμα» μπορώ να πλάσω μέσα μου μια εικονική δικαιολογία ότι το τραγούδι αυτό έχει και έναν κοινωνικό χαρακτήρα; Μιλάει για αγάπη ουσιαστικά και έχει μέσα και το στίχο που λέει: «είναι μέσα σου η λύση που θα τιμωρήσει όσους δεν έχουν φτερά να πετάξουν». Δηλάδή, περικυκλώνει τον έρωτα από πολλές μεριές. Και ο έρωτας δεν είναι μόνο το ζευγάρι. Ο έρωτας είναι η αγάπη για αυτό που κάνεις και το πάθος με το οποίο κάνεις κάποια πράγματα. Αν, δηλαδή, είσαι εκεί γιατί δεν θέλεις να γεμίσει σκουπίδια ο τόπος σου, αν είσαι εκεί για να προστατεύσεις έναν αρχαιολογικό χώρο ή αν είσαι εκεί επειδή σε πληρώνει το δημόσιο για να μπουκάρεις μέσα σε σπίτια και να δέρνεις κόσμο. Οπότε αυτός ο στίχος «είναι μέσα σου η λύση...» για μένα θα ήτανε μια καλή δικαιολογία για να πω το «Φίλα με ακόμα» στην συγκεκριμένη εκδήλωση. Μπορει κάποιος από κάτω...


... να σκεφτεί το ίδιο πράγμα με αυτό που σκεφτόσουν εσύ για το συνάδελφό σου, τότε στην πλατεία Αριστοτέλους.


Ακριβώς.


Το ερώτημά μου είναι γιατί θα είσαι στην συναυλία αυτή στην Κερατέα και τελικά τι θα τραγουδήσεις;


Όταν είπα σε κάποιον ότι πρέπει να λυθεί αυτό το θέμα, γύρισε και μου είπε: «έλα ρε φίλε. Όπου και να σκάψεις στην Ελλάδα θα βρεις αρχαία. Απλά οι τύποι δεν θέλουν τη χωματερή δίπλα στα σπίτια τους και τώρα κάνουν πόλεμο». Ναι, αλλά υπάρχει και μία άλλη εκδοχή. Σύμφωνα με δικαστικές αποφάσεις που κρατάνε οι άνθρωποι στα χέρια τους δεν είναι σωστό να κάνεις ΧΥΤΑ εκεί. Επίσης, τα κονδύλια για τις κανονικές και μελετημένες εγκαταστάσεις ξοδευτήκανε και αυτή τη στιγμή δεν μπορούν, με τα χρήματα που υπάρχουν, να κατασκευαστούν εγκαταστάσεις βάσει των προδιαγραφών που επιτάσσει η ευρωπαϊκή ένωση για την απόρριψη απορριμάτων. Θέλουν να κάνουν λοιπόν τώρα μια χωματερή, η οποία σε δύο χρόνια θα κυρηχθεί παράνομη από την ευρωπαϊκή ένωση και εμείς θα πληρώνουμε τα πρόστιμα από τη δική μας τσέπη γιατί κάποιος έφαγε τα κονδύλια. Δεν είμαι κοινωνικά διαβασμένος και μπορεί να παίζονται χιλιάδες παιχνίδια πίσω από όλο αυτό το πράγμα. Όπως όμως είχε πει ο Σαββόπουλος, ροκ – χωρίς όμως να χαρακτηρίζω τον εαυτό μου ροκ – είναι να είσαι με τη μεριά του αδύναμου. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, δε νομίζω ότι αδύναμο είναι το κράτος ή οποιοσδήποτε έφαγε τα κονδύλια ή οποιοσδήποτε προσπαθεί να μη δώσει αρκετή σημασία σε αυτό το θέμα. Νομίζω ότι ο αδύναμος είναι ο ανθρωπάκος που ζει στην Κερατέα, έχει το Οβριόκαστρο, μπορεί να πηγαίνει εκεί βόλτα τα παιδιά του ή μπορεί και να μην έχει πατήσει ποτέ εκεί και να μη θέλει απλά τη χωματερή εκεί δίπλα. Οπότε μάλλον για αυτό θα είμαι εκεί.


Και τι θα τραγουδήσεις;


Μάλλον θα το πω και το «Φίλα με ακόμα». Μάλλον θα πω και του Bob Dylan το Like a rolling stone, το οποίο, αν δεις συνολικά το νόημα του τραγουδιού, μιλάει για μια γυναίκα, η οποία πίστευε ότι τα είχε όλα κλπ. Υπάρχουν όμως μερικές φράσεις – κλειδιά μέσα στο τραγούδι, οι οποίες έχουν διπλό νόημα. Ας πούμε το «If you ain’t got nothing, you got nothing to lose». Αν δεν έχεις τίποτα δεν έχεις τίποτα να χάσεις. Εγώ το παίρνω σαν ένα motto ζωής. Είναι κάτι που εμένα με βοήθησε πάρα πολύ. Κατάφερα να κρατήσω τον εαυτό μου αρκετά αμόρφωτο και σε τραγική οικονομική κατάσταση για αρκετά χρόνια, ώστε να μην έχω να χάσω τίποτα σε κάθε επόμενο βήμα. Αλλά αυτό είναι άσχετο με την Κερατέα.


Δεν είπαμε τίποτα για τον καινούργιο δίσκο σου.


Νομίζω ότι ο κόσμος όταν διαβάζει μια συνέντευξη, δικιά μου τουλάχιστον (γέλια), σπάνια επικεντρώνεται στο δίσκο. Νομίζω ότι τους δίσκους τούς κάνω πιο πολύ για να μη χρειάζεται να μιλάω για αυτούς. Πάρε, άκουσέ τον και πες μου εσύ την άποψή σου. Εγώ τι να σου πω; Αυτό που είχα να σου πω το έχω γράψει στο δίσκο. Εκεί είναι, άκουσέ τον. Να σε ψήσω να τον αγοράσεις; Πάρτον. Θα σου αρέσει πάρα πολύ (γέλια). Έχει τύχει να περάσω μια φάση που να μη θέλω να δίνω συνεντεύξεις. Η αλήθεια είναι ότι, όταν δίνεις συχνά συνεντεύξεις, καταλήγεις να λες συνεχώς τα ίδια πράγματα, να επαναλαμβάνεσαι. Αυτό σε κάνει να αρχίζεις να σιχαίνεσαι λίγο τον εαυτό σου και να προσπαθείς να πρωτοτυπήσεις σε κάθε συνέντευξη.


Αυτός που σου παίρνει τη συνέντευξη, από την άλλη, νομίζει ότι θα σου κάνει μια ερώτηση που δεν σου την έχουν ξανακάνει και θα εντυπωσιάσει.


Άλλες φορές είναι αδιάφορος απέναντι στο συνεντευξιαζόμενο. Δεν τον απασχολεί και πολύ με αποτέλεσμα πολλές φορές να λες άλλα πράγματα και να γράφονται άλλα πράγματα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα – αν μπορώ να πω εγώ τη γνώμη μου – οποιασδήποτε μορφής δημοσιογραφίας είναι ότι συνήθως οι δημοσιογράφοι ξεχνάνε ότι είναι ετερόφωτοι αστέρες, οι οποίοι παίρνουν λάμψη από το πρόσωπο που φιλοξενούν και ερωτούν.
Σαν έναν πολύ γνωστό φίλο μας δημοσιογράφο (γέλια). Σιγοτραγουδάει το στίχο του Αγγελάκα από το τραγούδι των Τρυπων Artistz: «είμαι θεός, σκιά λαμπερή». (γέλια ξανά)


Μα ο πρωταγωνιστής είναι εκείνος που απαντάει και όχι εκείνος που ρωτάει.


Ακριβώς.


Κάπου εδώ, με αφορμή ένα τηλεφώνημα, το μαγνητοφωνάκι έκλεισε για να μην ξανανοίξει. Η συνάντησή μου ωστόσο με τον Πάνο συνεχίστηκε. Άκουσα και ένα πολύ ωραίο καινούργιο, ανέκδοτο τραγούδι. Κυρίως όμως, διαπίστωσα ένα πολύ σημαντικό πράγμα. Ο Πάνος δεν άλλαξε όταν έκλεισα το κασετοφωνάκι. Παρέμεινε ο ίδιος που ήταν και όταν ήταν ανοιχτό. Ο ίδιος που ήταν και πριν ανοίξει την πρώτη φορά. Και αν μπορώ να σας πω κάτι για αυτόν είναι ότι δεν προσποιείται. Ό,τι βλέπετε, αυτό είναι στην πραγματικότητα. Και, ειλικρινά, δεν προσπαθώ να σας πείσω.


Γιώργος Μυζάλης

http://musicspins.blogspot.gr
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...