`

Πόσοι στην Ελλάδα ενδιαφέρονται για το κοινό καλό; (2ο μέρος)


Ας αφήσουμε στην άκρη τον πατριωτισμό και ας υποθέσουμε ότι μόνος στόχος μιας κυβέρνησης είναι να...
επανεκλεγεί (κάτι που δεν απέχει πολύ από τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα αλλά και αλλού). Θεωρητικά, η επανεκλογή μιας κυβέρνησης θα έπρεπε να εξαρτάται από το κατά πόσο υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Σωστά; Γιατί, λοιπόν, αυτό δεν λειτουργεί στην Ελλάδα;
Κανονικά, μια κυβέρνηση που δίνει αθέμιτα προνόμια σε μια κοινωνική ομάδα ή μια τοπική κοινωνία (μειοψηφία στον πληθυσμό) θα έπρεπε να κερδίζει ψήφους από αυτήν την ομάδα αλλά να χάνει ψήφους από την πλειοψηφία. Με άλλα λόγια, θα έπρεπε να έχει καθαρό «πολιτικό κόστος» για την πράξη της αυτή. Αυτό δεν γίνεται, γιατί;
Μπορώ να σκεφτώ τους εξής πιθανούς λόγους:
α) Η πλειοψηφία δεν είναι καλά πληροφορημένη για τα προνόμια που μια κυβέρνηση δίνει σε μια μειοψηφία. Αυτό σίγουρα ισχύει σε περιπτώσεις όπου τα προνόμια δίνονται κρυφά, όπως π.χ. η επιχορήγηση της ΓΕΝΟΠ από τη ΔΕΗ που μόλις πρόσφατα βγήκε στην επιφάνεια. Ακόμα και να μην δίνονται κρυφά, ποιος θα κάτσει τώρα να διαβάσει κάθε ΦΕΚ που κυκλοφορεί; Εδώ υπάρχει και ευθύνη των ΜΜΕ της χώρας.
β) Η πλειοψηφία δεν μπορεί να διακρίνει ότι βλάπτεται το δημόσιο συμφέρον και, επομένως, και το δικό της. Π.χ. πού να ξέρει ένας απλός πολίτης ότι η διασπορά ενός πανεπιστημίου σε πολλές πόλεις κάνει κακό; Κάποιος πρέπει να του το πει και αυτός δεν είναι άλλος από τη «διανόηση» της χώρας. Όμως η διανόηση πολύ συχνά κοιτάει και αυτή το συμφέρον της και εμπλέκεται σε δοσοληψίες με την πολιτική εξουσία.
γ) Το δημόσιο συμφέρον είναι όχι μόνο πιο δυσδιάκριτο αλλά και πιο μακροπρόθεσμο. Π.χ., η ποιότητα στην εκπαίδευση θα αποδώσει καρπούς στον κάθε πολίτη μετά από πολλά χρόνια και έμμεσα, ενώ το να περάσει το παιδί του στο πανεπιστήμιο είναι κάτι άμεσο και απτό. Οι παροιμίες ενός λαού εκφράζουν και τη νοοτροπία του: «Κάλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι» ή «ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι».
δ) Σε άλλες περιπτώσεις το κακό είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού, π.χ. στις επιδοτήσεις των αγροτών μετά από αποκλεισμούς δρόμων. Αλλά είτε ο πολίτης δεν συνειδητοποιεί ότι η επιδότηση αυτή βγαίνει από τη δική του τσέπη (οπότε τίθεται και θέμα νοημοσύνης) είτε το συνειδητοποιεί αλλά η κατά άτομο επιβάρυνση είναι πολύ μικρή και δεν του κάνει αίσθηση. Η «προσοδοθηρία» [1] λειτουργεί και γίνεται ανεκτή για αυτόν ακριβώς το λόγο: η μειοψηφία που κερδίζει ένα προνόμιο κερδίζει πολλά, ενώ η πλειοψηφία που επιβαρύνεται χάνουν ο καθένας από λίγα.
ε) Πολλά μέλη της πλειοψηφίας σε μια συγκεκριμένη περίπτωση είναι μέλη άλλων κοινωνικών ομάδων που και αυτά απολαμβάνουν αθέμιτα προνόμια. Όλοι ενδιαφέρονται να υπερασπιστούν τα δικά τους αθέμιτα προνόμια πολύ περισσότερο από το να αντισταθούν στα αθέμιτα προνόμια των άλλων. Π.χ. οι φαρμακοποιοί ενδιαφέρονται περισσότερο να μην χάσουν τα δικά τους προνόμια από το να αντιδράσουν στα προνόμια των αγροτών. Έτσι μια πολιτική δύναμη που θα θέσει ως στόχο την κατάργηση όλων των αθέμιτων προνομίων δεν θα έχει μεγάλη ανταπόκριση.
στ) Η μειοψηφία που απολαμβάνει τα αθέμιτα προνόμια μπορεί να έχει πολιτική δύναμη. Για παράδειγμα, γιατροί και δικηγόροι αποτελούν μεγάλο ποσοστό των βουλευτών.
ζ) Στη χώρα έχει κυριαρχήσει ένα λαϊκιστικό ύφος αντιπολίτευσης που υποστηρίζει κάθε επιμέρους συμφέρον με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση στον λαό.
Το αποτέλεσμα είναι μια κοινωνία όπου ο καθένας ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τα δικά του στενά συμφέροντα και τίποτα παραπέρα. Αυτό σε συνδυασμό με μια προσήλωση στο βραχυπρόθεσμο μας έφεραν στο απόλυτο αδιέξοδο (να σταματήσει παρακαλώ η ανοησία ότι «η δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα»).
Τα κόμματα προσαρμόστηκαν άριστα σε αυτήν την κατάσταση. Εκλέγονται δίνοντας σε διάφορες κοινωνικές ομάδες αυτό που η κάθε μια ζητάει. Ένα κόμμα που θα πρότεινε πολιτικές που υπηρετούν με συνέπεια το δημόσιο συμφέρον φοβάμαι ότι θα είχε λίγες ελπίδες να εκλεγεί. Στην Ελλάδα επικρατεί ένα «πολιτικό περιβάλλον που δεν επιβραβεύει αυτούς που υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον», γράφουν οι Μητσόπουλος και Πελαγίδης [2]. Έτσι είναι. Αλήθεια, πόσοι Έλληνες όταν ψηφίζουν βάζουν το δημόσιο συμφέρον πάνω από το άμεσο συμφέρον τους και μάλιστα το βραχυπρόθεσμο;
Στους φιλελεύθερους κύκλους κυριαρχεί η άποψη ότι η ιδιοτέλεια (το κίνητρο του κέρδους) είναι επαρκής βάση για την οικοδόμηση μιας ευημερούσας κοινωνίας. Όμως, αν ήταν έτσι η Ελλάδα θα έπρεπε να είναι στην κορυφή. Αυτό που έχει σημασία είναι αν η ιδιοτέλεια λειτουργεί δημιουργικά (επιχειρηματικότητα) ή παρασιτικά (προσοδοθηρία). Η επιχειρηματικότητα δρα προς όφελος του κοινού καλού, ενώ η προσοδοθηρία, που κυριαρχεί στην Ελλάδα, το βλάπτει. Διευκρινίζω ότι δεν θεωρώ αθέμιτο για τους εργαζομένους να διεκδικούν υψηλότερες αμοιβές, απλώς πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι μια τέτοια δραστηριότητα δεν παράγει πλούτο, τον αναδιανέμει. Και, μάλιστα, όταν η διεκδίκηση γίνεται με τρόπο καταχρηστικό (π.χ. απεργίες μεγάλης διαρκείας) τότε βλάπτει σημαντικά το κοινό καλό. Στην Ελλάδα μαλώνουμε συνεχώς για το πώς θα μοιράσουμε μια «πίτα» που γίνεται όλο και πιο μικρή. Το ζητούμενο, το «κοινό καλό» μας, είναι να μεγαλώσει η πίτα.
Επιπλέον, το ενδιαφέρον για το κοινό καλό είναι απαραίτητο συστατικό όταν μια κοινωνία καλείται να σχεδιάσει ή να μεταρρυθμίσει τους θεσμούς με τους οποίους λειτουργεί. Καταλήγω, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να ευημερήσει μια χώρα αν δεν υπάρχει σε αυτήν ένα ελάχιστο ποσοστό ανθρώπων που α) ενδιαφέρεται για το κοινό καλό, β) μπορεί να διακρίνει ποιο είναι αυτό, και γ) το υπερασπίζεται ενεργά. Το ποσοστό αυτό δεν χρειάζεται απαραίτητα να είναι η πλειοψηφία, αρκεί να υπάρχουν διαδικασίες με τις οποίες θα αναδεικνύεται σε θέσεις ευθύνης. Αν όλοι σε μια χώρα, πολίτες, κόμματα, ΜΜΕ, διανόηση, δεν κοιτούν πέρα από την τσέπη τους, η χώρα αυτή δεν πρόκειται να προοδεύσει.
[1] Το βιβλίο των Θ. Πελαγίδη και Μ. Μητσόπουλου «Ανάλυση της ελληνικής οικονομίας: Η προσοδοθηρία και οι μεταρρυθμίσεις» (Εκδόσεις Παπαζήση, 2006) πραγματεύεται λεπτομερώς το ζήτημα της προσοδοθηρίας στην Ελλάδα.
[2] M. Mitsopoulos, T. Pelagidis “Vikings in Greece: Kleptocratic interest groups in a closed, rent-seeking economy”, Cato Journal, Vol. 29, No 3, Fall 2009
(Διαβάστε το α’ μέρος του άρθρου εδώ).
*Ο Θέμης Λαζαρίδης είναι χημικός μηχανικός και διδάσκει στο τμήμα Χημείας του City College της Νέας Υόρκης.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...